Ἄβυδος: Difference between revisions
(big3_1) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(Ἄβῡδος) -ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ]<br />[[Abido]]<br /><b class="num">1</b> ciu. griega de la Tróade, en la costa asiática del Helesponto <i>Il</i>.2.836, Hdt.5.117, Th.8.61, Antipho <i>Fr</i>.67, X.<i>HG</i> 2.1.18, D.23.158, Hermipp.57, Arist.<i>Pol</i>.1305<sup>b</sup>33, 1306<sup>a</sup>31, A.R.1.931, cf. en el prov. μὴ [[εἰκῇ]] τὴν [[Ἄβυδον]] (πατεῖν) ... ἐπὶ τῶν εἰκαίων καὶ οὐδαμινῶν Paus.Gr.α 3.<br /><b class="num">2</b> ciu. de Egipto, Plu.2.359a, Str.17.1.42. | |dgtxt=(Ἄβῡδος) -ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ]<br />[[Abido]]<br /><b class="num">1</b> ciu. griega de la Tróade, en la costa asiática del Helesponto <i>Il</i>.2.836, Hdt.5.117, Th.8.61, Antipho <i>Fr</i>.67, X.<i>HG</i> 2.1.18, D.23.158, Hermipp.57, Arist.<i>Pol</i>.1305<sup>b</sup>33, 1306<sup>a</sup>31, A.R.1.931, cf. en el prov. μὴ [[εἰκῇ]] τὴν [[Ἄβυδον]] (πατεῖν) ... ἐπὶ τῶν εἰκαίων καὶ οὐδαμινῶν Paus.Gr.α 3.<br /><b class="num">2</b> ciu. de Egipto, Plu.2.359a, Str.17.1.42. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἄβῡδος:''' ἡ, η Άβυδος, πόλη στην Ασιατική [[ακτή]] του Ελλησπόντου· Ἀβῡδόθεν, επίρρ., από την Άβυδο· [[Ἀβυδόθι]], επίρρ., στην Άβυδο, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A Abydos, on the Asiatic side of the Hellespont:— Ἀβυδόθεν, Adv. from Abydos, Il.4.500; Ἀβυδόθι, at Abydos, 17.584:—Adj. Ἀβυδηνός, ή, ον, of or from Abydos, Ath.13.572e, etc.: prov., Ἀ. ἐπιφόρημα a dessert of Abydos, i.e. something unpleasant, variously expl., Zen.1.1, etc.; μὴ εἰκῆ τὴν Ἄβυδον (sc. πατεῖν) Paus.Gr.Fr.2: Ἀβυδοκόμης (Ἀβυδηνοκώμης or -κόμος Zen. 1.1), ου, ὁ = ὁ ἐπὶ τῷ συκοφαντεῖν κομῶν, Ar.Fr.733.
Greek (Liddell-Scott)
Ἄβῡδος: ἡ, πόλις ἐπὶ τῆς Ἀσιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Ἑλλησπόντου. ― Ἀβῡδόθεν, ἐπίρρ. = ἐξ Ἀβύδου, Ἰλ. Δ. 500. ― Ἀβυδόθι, ἐν Ἀβύδῳ, Ἰλ. Ρ. 584. ― ἐπίθ. Ἀβυδηνός, ή, όν· ἐξ Ἀβύδου, Ἀθ. 572. F. κολ. ― Παροιμ. Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα = ἐπιδόρπιον ἐξ Ἀβύδου, ὅ ἐ. δυσάρεστόν τι· πολλαχῶς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν Παροιμιογράφων· «ἀπὸ τοῦ ὑπ’ αὐτῶν συκοφαντεῖσθαι τοὺς ξένους». Ἡσύχ. ― Ἀβυδηνοκόμης ἢ Ἀβυδοκόμης, ου, ὁ· = ὁ ἐπί τῷ συκοφαντεῖν κομῶν. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 568, ἔνθα ἴδ. Δινδ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Abydos :
1 cité de Troade sur l’Hellespont, en face de Sestos;
2 ville d’Égypte.
Spanish (DGE)
(Ἄβῡδος) -ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ]
Abido
1 ciu. griega de la Tróade, en la costa asiática del Helesponto Il.2.836, Hdt.5.117, Th.8.61, Antipho Fr.67, X.HG 2.1.18, D.23.158, Hermipp.57, Arist.Pol.1305b33, 1306a31, A.R.1.931, cf. en el prov. μὴ εἰκῇ τὴν Ἄβυδον (πατεῖν) ... ἐπὶ τῶν εἰκαίων καὶ οὐδαμινῶν Paus.Gr.α 3.
2 ciu. de Egipto, Plu.2.359a, Str.17.1.42.
Greek Monotonic
Ἄβῡδος: ἡ, η Άβυδος, πόλη στην Ασιατική ακτή του Ελλησπόντου· Ἀβῡδόθεν, επίρρ., από την Άβυδο· Ἀβυδόθι, επίρρ., στην Άβυδο, σε Ομήρ. Ιλ.