αἰολομίτρης: Difference between revisions

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[que tiene una mitra (cinturón de la armadura) de brillo cambiante]], <i>Il</i>.5.707, Q.S.8.111.<br /><b class="num">2</b> [[de mitra (especie de diadema) de brillo cambiante]] Theoc.17.19.
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[que tiene una mitra (cinturón de la armadura) de brillo cambiante]], <i>Il</i>.5.707, Q.S.8.111.<br /><b class="num">2</b> [[de mitra (especie de diadema) de brillo cambiante]] Theoc.17.19.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰολομίτρης:''' -ου, ὁ ([[μίτρα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει λαμπερή ή αστραφτερή [[ζώνη]] ([[επειδή]] ήταν επιμεταλλωμένη), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει ποικιλόχρωμη, πολύχρωμη [[τιάρα]] ([[μίτρα]]), σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 17:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰολομίτρης Medium diacritics: αἰολομίτρης Low diacritics: αιολομίτρης Capitals: ΑΙΟΛΟΜΙΤΡΗΣ
Transliteration A: aiolomítrēs Transliteration B: aiolomitrēs Transliteration C: aiolomitris Beta Code: ai)olomi/trhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with glittering girdle, Il.5.707.    II with variegated mitre or turban, Theoc.17.19.

Greek (Liddell-Scott)

αἰολομίτρης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων λάμπουσαν ἢ ἀπαστράπτουσαν ζώνην (ἐπειδὴ ἦτο κεκαλυμμένη διὰ μετάλλου, Ἰλ. Δ. 216), ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐν τῷ ἰδίῳ ζωστῆρι (ἴδε αἰόλος), Ἰλ. Ε. 707. ΙΙ. ἔχων ποικίλην μίτραν, ἤτοι τιάραν, Πέρσαι, Θεόκρ. 17.19.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
au ceinturon de couleurs variées.
Étymologie: αἰόλος, μίτρα.

English (Autenrieth)

(μίτρη): with glancing belt of mail, Il. 5.707.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 que tiene una mitra (cinturón de la armadura) de brillo cambiante, Il.5.707, Q.S.8.111.
2 de mitra (especie de diadema) de brillo cambiante Theoc.17.19.

Greek Monotonic

αἰολομίτρης: -ου, ὁ (μίτρα),
I. αυτός που έχει λαμπερή ή αστραφτερή ζώνη (επειδή ήταν επιμεταλλωμένη), σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που έχει ποικιλόχρωμη, πολύχρωμη τιάρα (μίτρα), σε Θεόκρ.