ἁλάτιον: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλάτιον]], το (AM)<br />υποκορ. του [[ἅλας]]. 1. αλατάκι<br /><b>2.</b> [[φάρμακο]] (με [[βάση]] το [[αλάτι]]) [[εναντίον]] της αμβλυωπίας. | |mltxt=[[ἁλάτιον]], το (AM)<br />υποκορ. του [[ἅλας]]. 1. αλατάκι<br /><b>2.</b> [[φάρμακο]] (με [[βάση]] το [[αλάτι]]) [[εναντίον]] της αμβλυωπίας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁλάτιον:''' τό, υποκορ. του [[ἅλας]], σε Αίσωπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of ἅλας, Aesop.322b, Aët. 3.109.
German (Pape)
[Seite 90] τό, eigtl. dim. von ἅλας, Salz, Aes. fab. 122; auch ein Arzneimittel.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἅλας, Αἴσωπ., πρβλ. τὸ τῆς κοιν. «ἁλάτι.»
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
un peu de sel.
Étymologie: ἅλας.
Spanish (DGE)
-ου, τό
medic. dosis de sal como remedio medicinal ἁλάτια πεπτικά Alex.Trall.2.577.1, ἁ. ὑπακτικά Aët.3.110, ἁ. καθαρτικά Paul.Aeg.7.5.12, cf. IG 42.123.60 (III a.C.), Alex.Trall.1.399.11.
Greek Monolingual
ἁλάτιον, το (AM)
υποκορ. του ἅλας. 1. αλατάκι
2. φάρμακο (με βάση το αλάτι) εναντίον της αμβλυωπίας.
Greek Monotonic
ἁλάτιον: τό, υποκορ. του ἅλας, σε Αίσωπ.