αἰσθητός: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ός, -όν Pl.<i>Mem</i>.76d]<br /><b class="num">1</b> [[perceptible a través de los sentidos]], [[sensible]] op. νοητός: ἢ αἰσθητὰ τὰ ὄντα ἢ νοητά Arist.<i>de An</i>.431<sup>b</sup>22, πάντα ... τὰ ... αἰσθητά τε καὶ νοητὰ [φ] ύσ[ε] ων εἴδη καὶ συν[πε] φ[υ] κότων todas las clases perceptibles y concebibles de entidades y sustancias</i> Phld.<i>Piet</i>.451, ὄψει αἰ. Gorg.B 4, αἰσθηταὶ τινες ὁμοιότητες Pl.<i>Plt</i>.285e, εἰσὶ ὁρίζοντες δύο, [[εἷς]] μὲν ὁ [[αἰσθητός]], ἕτερος δὲ ὁ λόγῳ θεωρητός Gem.5.55<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ αἰσθητόν [[el objeto sensible]] τὰ αἰσθητὰ δόξῃ περιληπτὰ μετ' αἰσθήσεως Pl.<i>Ti</i>.28b, cf. 37b, τὰ γὰρ αἰσθητὰ πάντα φθείρεται Arist.<i>Metaph</i>.999<sup>b</sup>4, οἱ καταλαμβάνοντες τὰ αἰσθητά Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.90, αἰσθητήρια δι' ὧν ἅπτεται τῶν αἰσθητῶν Ptol.<i>Iudic</i>.5.20, τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἀληθῆ καὶ ὄντα S.E.<i>M</i>.8.9<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ αἰσθητά [[las cualidades sensibles]] op. [[αἴσθημα]] ‘sensación como contenido’, Arist.<i>Metaph</i>.1010<sup>b</sup>32, 1063<sup>b</sup>4.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera sensible]] op. νοερῶς: εἰ μὲν μετὰ αἰσθήσεως διαβιοῖ, αἰσθητῶς καὶ ἐνεργεῖ, εἰ δὲ νοερῶς βιοῖ, νοερῶς καὶ ἐνεργεῖ Ascl.<i>in Metaph</i>.277.13, τοῦτο πάσχον συνεχῶς μὲν οὐκ αἰ. δέ Arist.<i>Col</i>.793<sup>b</sup>27, διοιδεῖν τὴν θάλατταν καὶ ἐπιβαίνειν τῆς γῆς αἰσθητῶς Posidon.217.34, τὸ ψυχρὸν αἰ. σκληρόν ἐστι Plu.2.953c. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ός, -όν Pl.<i>Mem</i>.76d]<br /><b class="num">1</b> [[perceptible a través de los sentidos]], [[sensible]] op. νοητός: ἢ αἰσθητὰ τὰ ὄντα ἢ νοητά Arist.<i>de An</i>.431<sup>b</sup>22, πάντα ... τὰ ... αἰσθητά τε καὶ νοητὰ [φ] ύσ[ε] ων εἴδη καὶ συν[πε] φ[υ] κότων todas las clases perceptibles y concebibles de entidades y sustancias</i> Phld.<i>Piet</i>.451, ὄψει αἰ. Gorg.B 4, αἰσθηταὶ τινες ὁμοιότητες Pl.<i>Plt</i>.285e, εἰσὶ ὁρίζοντες δύο, [[εἷς]] μὲν ὁ [[αἰσθητός]], ἕτερος δὲ ὁ λόγῳ θεωρητός Gem.5.55<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ αἰσθητόν [[el objeto sensible]] τὰ αἰσθητὰ δόξῃ περιληπτὰ μετ' αἰσθήσεως Pl.<i>Ti</i>.28b, cf. 37b, τὰ γὰρ αἰσθητὰ πάντα φθείρεται Arist.<i>Metaph</i>.999<sup>b</sup>4, οἱ καταλαμβάνοντες τὰ αἰσθητά Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.90, αἰσθητήρια δι' ὧν ἅπτεται τῶν αἰσθητῶν Ptol.<i>Iudic</i>.5.20, τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἀληθῆ καὶ ὄντα S.E.<i>M</i>.8.9<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ αἰσθητά [[las cualidades sensibles]] op. [[αἴσθημα]] ‘sensación como contenido’, Arist.<i>Metaph</i>.1010<sup>b</sup>32, 1063<sup>b</sup>4.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera sensible]] op. νοερῶς: εἰ μὲν μετὰ αἰσθήσεως διαβιοῖ, αἰσθητῶς καὶ ἐνεργεῖ, εἰ δὲ νοερῶς βιοῖ, νοερῶς καὶ ἐνεργεῖ Ascl.<i>in Metaph</i>.277.13, τοῦτο πάσχον συνεχῶς μὲν οὐκ αἰ. δέ Arist.<i>Col</i>.793<sup>b</sup>27, διοιδεῖν τὴν θάλατταν καὶ ἐπιβαίνειν τῆς γῆς αἰσθητῶς Posidon.217.34, τὸ ψυχρὸν αἰ. σκληρόν ἐστι Plu.2.953c. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰσθητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰσθάνομαι]], [[αντιληπτός]] δια των αισθήσεων, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, and ός, όν Pl.Men. 76d;
A sensible, perceptible, opp. νοητός, Id.Plt.285e, etc.; τὸ αἰ. object of sensation or perception, Id.Ti.37b, Arist. de An.431b22, cf. Metaph. 999b4. Adv. -τῶς Id.Col.793b27, Posidon.95, Plu.2.953c; in act. sense, Ascl.in Metaph.277.13.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσθητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Πλάτων Μένων 76D: - ῥηματ. ἐπίθ., διὰ τῶν αἰσθήσεων ἀντιληπτός, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ νοητός, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 285Ε, κτλ.: τὸ αἰσθητόν, ὅ, τι αἰσθάνεταί τις, τὸ προσπῖπτον εἰς τὰς αἰσθήσεις, ὁ αὐτ. Τίμ. 37Β, κτλ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἀριστ. περὶ χρωμ. 3. 13., Πλούτ. 2. 953C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
perceptible par les sens, sensible.
Étymologie: αἰσθάνομαι.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν Pl.Mem.76d]
1 perceptible a través de los sentidos, sensible op. νοητός: ἢ αἰσθητὰ τὰ ὄντα ἢ νοητά Arist.de An.431b22, πάντα ... τὰ ... αἰσθητά τε καὶ νοητὰ [φ] ύσ[ε] ων εἴδη καὶ συν[πε] φ[υ] κότων todas las clases perceptibles y concebibles de entidades y sustancias Phld.Piet.451, ὄψει αἰ. Gorg.B 4, αἰσθηταὶ τινες ὁμοιότητες Pl.Plt.285e, εἰσὶ ὁρίζοντες δύο, εἷς μὲν ὁ αἰσθητός, ἕτερος δὲ ὁ λόγῳ θεωρητός Gem.5.55
•subst. τὸ αἰσθητόν el objeto sensible τὰ αἰσθητὰ δόξῃ περιληπτὰ μετ' αἰσθήσεως Pl.Ti.28b, cf. 37b, τὰ γὰρ αἰσθητὰ πάντα φθείρεται Arist.Metaph.999b4, οἱ καταλαμβάνοντες τὰ αἰσθητά Chrysipp.Stoic.2.90, αἰσθητήρια δι' ὧν ἅπτεται τῶν αἰσθητῶν Ptol.Iudic.5.20, τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἀληθῆ καὶ ὄντα S.E.M.8.9
•subst. τὰ αἰσθητά las cualidades sensibles op. αἴσθημα ‘sensación como contenido’, Arist.Metaph.1010b32, 1063b4.
2 adv. -ῶς de manera sensible op. νοερῶς: εἰ μὲν μετὰ αἰσθήσεως διαβιοῖ, αἰσθητῶς καὶ ἐνεργεῖ, εἰ δὲ νοερῶς βιοῖ, νοερῶς καὶ ἐνεργεῖ Ascl.in Metaph.277.13, τοῦτο πάσχον συνεχῶς μὲν οὐκ αἰ. δέ Arist.Col.793b27, διοιδεῖν τὴν θάλατταν καὶ ἐπιβαίνειν τῆς γῆς αἰσθητῶς Posidon.217.34, τὸ ψυχρὸν αἰ. σκληρόν ἐστι Plu.2.953c.
Greek Monotonic
αἰσθητός: -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ. του αἰσθάνομαι, αντιληπτός δια των αισθήσεων, σε Πλάτ.