ἀλέτης: Difference between revisions
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλέτης]], ο (Α) [[ἀλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που αλέθει<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] στο [[άλεσμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄνος]] [[ἀλέτης]]» — [[μυλόπετρα]], η [[επάνω]], η περιστρεφόμενη [[πέτρα]] του μύλου (<b>βλ.</b> και λ. <i>όνος</i>). | |mltxt=[[ἀλέτης]], ο (Α) [[ἀλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που αλέθει<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] στο [[άλεσμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄνος]] [[ἀλέτης]]» — [[μυλόπετρα]], η [[επάνω]], η περιστρεφόμενη [[πέτρα]] του μύλου (<b>βλ.</b> και λ. <i>όνος</i>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλέτης:''' -ου, ὁ ([[ἀλέω]]), αυτός που αλέθει, βλ. [[ὄνος]] II. 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A grinder, ὄνος GDI4992 (Gortyn, V B.C.), cf. X.An. 1.5.5.
German (Pape)
[Seite 93] ὁ, der Müller, Ath. XIV, 618 d., l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέτης: -ου, ὁ, ὁ ἀλέθων, ἴδε ἐν λ. ὄνος VII, 2.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj.
ὄνος ἀλέτης, pierre meulière.
Étymologie: ἀλέω.
Spanish (DGE)
-ου
1 apto para moler, que sirve como muela ὄνος ICr.4.75b.7 (Gortina V a.C.), X.An.1.5.5, IG 12(5).872.53 (Tenos IV a.C.).
2 subst. ὁ ἀ. molinero, PHib.268 (III a.C.), BGU 2425.24 (I a.C.), POxy.3169.91 (II/III d.C.), PSI XXI Congr.12.2.32, 5.6, 7 (III d.C.).
Greek Monolingual
ἀλέτης, ο (Α) ἀλῶ
1. αυτός που αλέθει
2. ο χρήσιμος στο άλεσμα
3. φρ. «ὄνος ἀλέτης» — μυλόπετρα, η επάνω, η περιστρεφόμενη πέτρα του μύλου (βλ. και λ. όνος).