ἀμοχθεί: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμοχθεὶ και ἀμοχθὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἄμοχθος]]<br />[[δίχως]] μόχθο, [[άκοπα]], ακοπίαστα.
|mltxt=ἀμοχθεὶ και ἀμοχθὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἄμοχθος]]<br />[[δίχως]] μόχθο, [[άκοπα]], ακοπίαστα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμοχθεί:''' ή -θί[ῑ], επίρρ. του [[ἄμοχθος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοχθεί Medium diacritics: ἀμοχθεί Low diacritics: αμοχθεί Capitals: ΑΜΟΧΘΕΙ
Transliteration A: amochtheí Transliteration B: amochthei Transliteration C: amochthei Beta Code: a)moxqei/

English (LSJ)

or ἀμοχθ-ί [ῑ], Adv.

   A without toil, A.Pr.210, E.Ba.194.

German (Pape)

[Seite 128] ohne Mühe, Aesch. Prom. 208; Luc. Amor. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοχθεί: ἢ -θὶ [ῑ], ἐπίρρ., ἄνευ μόχθου ἢ κόπου, Αἰσχύλ. Πρ. 208, Εὐρ. Βάκχ. 194.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans peine.
Étymologie: ἄμοχθος.

Spanish (DGE)

uelἀμοχθί

• Prosodia: [ῑ]
adv. sin trabajo ᾤοντ' ἀμοχθὶ πρὸς βίαν τε δεσπόσειν A.Pr.208, cf. E.Ba.194, Fr.978, D.H.2.41, Luc.Am.7, Ph.1.101, Hdn.Gr.2.464.

Greek Monolingual

ἀμοχθεὶ και ἀμοχθὶ επίρρ. (Α) ἄμοχθος
δίχως μόχθο, άκοπα, ακοπίαστα.

Greek Monotonic

ἀμοχθεί: ή -θί[ῑ], επίρρ. του ἄμοχθος, σε Αισχύλ., Ευρ.