ἄκρηβος: Difference between revisions
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que está en la flor de la juventud]], <i>Trag.Adesp</i>.656.18, νύμφα Theoc.8.93. | |dgtxt=-ον<br />[[que está en la flor de la juventud]], <i>Trag.Adesp</i>.656.18, νύμφα Theoc.8.93. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄκρηβος:''' -ον ([[ἄκρος]], [[ἥβη]]), αυτός που βρίσκεται σε πρώιμο [[στάδιο]] της νεαρής ηλικίας, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A in earliest youth, Theoc.8.93.
German (Pape)
[Seite 81] in erster Jugend, Theocr. 8, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρηβος: -ον, ὁ εὑρισκόμενος ἐν τῇ πρωϊμωτάτῃ νεανικῇ ἡλικίᾳ, Θεοκρ. 8. 93.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est dans la première jeunesse.
Étymologie: ἄκρος, ἥβη.
Spanish (DGE)
-ον
que está en la flor de la juventud, Trag.Adesp.656.18, νύμφα Theoc.8.93.
Greek Monotonic
ἄκρηβος: -ον (ἄκρος, ἥβη), αυτός που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο της νεαρής ηλικίας, σε Θεόκρ.