ἀμός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source
(Bailly1_1)
 
(2)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>mot dor.</i><br />quelque.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ἅμα]], un, <i>skr.</i> sama-.
|btext=ή, όν :<br /><i>mot dor.</i><br />quelque.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ἅμα]], un, <i>skr.</i> sama-.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμός:''' ή [[ἁμός]][ᾱ], -ή-όν=[[ἡμέτερος]], Αιολ. [[ἄμμος]],<br /><b class="num">I.</b> μας, [[δικός]] μας, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Αττ. = [[ἐμός]], όταν απαιτείται [[μακρά]] παραλήγουσα.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mot dor.
quelque.
Étymologie: DELG cf. ἅμα, un, skr. sama-.

Greek Monotonic

ἀμός: ή ἁμός[ᾱ], -ή-όν=ἡμέτερος, Αιολ. ἄμμος,
I. μας, δικός μας, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. Αττ. = ἐμός, όταν απαιτείται μακρά παραλήγουσα.