ἄμμες: Difference between revisions
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἅμμες (Α)<br />[[αιολικός]] και [[δωρικός]] [[τύπος]] της αντωνυμίας ἡμεῑς (ονομ. πληθ. του ἐγώ). | |mltxt=ἅμμες (Α)<br />[[αιολικός]] και [[δωρικός]] [[τύπος]] της αντωνυμίας ἡμεῑς (ονομ. πληθ. του ἐγώ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄμμες:''' Αιολ. αντί [[ἡμεῖς]], ονομ. πληθ. του [[ἐγώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Aeol. and Ep. for ἡμεῖς: acc. ἄμμε: gen. ἀμμέων: dat. ἄμμι (
A νρπαρ; Hom., etc.; ἄμμεσιν, Alc.100. ἀμμέσον, poet. for ἀνὰ μέσον, Hes. ἀμμέτερος and ἄμμος, = ἡμέτερος, Alc.105 A, B.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμες: παλ. Αἰολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἡμεῖς, Ὅμ.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἡμεῖς.
English (Autenrieth)
see ἡμεῖς.
Spanish (DGE)
v. ἐγώ.
Greek Monolingual
ἅμμες (Α)
αιολικός και δωρικός τύπος της αντωνυμίας ἡμεῑς (ονομ. πληθ. του ἐγώ).