ἀμέτοχος: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέτοχος]], -ον) [[μετέχω]]<br />αυτός που δεν μετέχει, δεν παίρνει ή δεν πήρε [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[ξένος]], [[άσχετος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέτοχος]], -ον) [[μετέχω]]<br />αυτός που δεν μετέχει, δεν παίρνει ή δεν πήρε [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[ξένος]], [[άσχετος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]), αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A having no share of, free from, ἐγκλημάτων interp. in Th.1.39; ἀγαθῶν Epicur.Fr.364; ἀρετῆς, κακίας Stoic.3.90, cf. S.E.M.7.93; Αἰὼν μεταβολῆς ἀ. SIG1125.11 (Eleusis), cf. Ph.1.17, Hierocl.p.33.7A., Alex. Aphr.in Metaph.644.12, Dsc.5.87; ἀ. ὕλης οὐσία Plot.3.5.2; πολλὰ ἑνὸς ἀ. Procl. in Prm.p.559S.; without gen., Phld.Ir.p.63W.
German (Pape)
[Seite 123] nicht Theil habend, Thuc. 1, 39 ἐγκλημάτων; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέτοχος: -ον, ὁ μὴ λαμβάνων ἢ ὁ μὴ ἔχων μέρος ἔν τινι, ἐγκλημάτων Θουκ. 1. 39 (ἂν καὶ αἱ λέξεις εἶναι πιθανῶς νόθοι, ἀλλὰ πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 93).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne participe pas à, gén..
Étymologie: ἀ, μετέχω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no participa de c. gen. (ἄτομος) ἀ. κενοῦ Epicur.Fr.[153], θεοὶ πάντων ἀγαθῶν ... ἀ. Epicur.Fr.364U., πάσης ... κακίας Chrysipp.Stoic.3.90, μεταβολῆς IG 22.4705.11 (Eleusis I a.C.), γεώδους οὐσίας ἀ. (ἄνθρωπος) Ph.1.49, ἄμμου ἢ ψαφαρίας Dsc.1.97, ἁλυκότητος Dsc.5.87, τῆς τούτου δυνάμεως S.E.M.7.93, πάσης φωνῆς Hierocl.p.33, ψυχῆς Hierocl.p.53, εὐδαιμονίας Max.Tyr.37.8, ὕλης Plot.3.5.2, τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ λευκοῦ Alex.Aphr.in Metaph.644.12, ἑνός Procl.in Prm.725.30, τῆς ζωῆς de la vida de la gracia que proporciona el bautismo, Ammon.Ac.M.85A.561B
•abs., Phld.Ir.63.
2 adv. -ως sin complicidad Eust.1946.32.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμέτοχος, -ον) μετέχω
αυτός που δεν μετέχει, δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε κάτι, ξένος, άσχετος.
Greek Monotonic
ἀμέτοχος: -ον (μετέχω), αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι, με γεν., σε Θουκ.