ἀμφίθρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
(3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφίθρεπτος]], -ον (Α) [[τρέφω]]<br />(για το [[αίμα]]) αυτός που έχει πήξει [[γύρω]] από ένα [[τραύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρεπτός]]]. | |mltxt=[[ἀμφίθρεπτος]], -ον (Α) [[τρέφω]]<br />(για το [[αίμα]]) αυτός που έχει πήξει [[γύρω]] από ένα [[τραύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρεπτός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφίθρεπτος:''' -ον ([[τρέφω]]), πηγμένος γύρω από [[τραύμα]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A clotted round a wound, αἷμα S.Tr.572.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίθρεπτος: -ον, ὁ πεπηγὼς περί τι, ἀμφίθρεπτον αἷμα, τὸ περὶ τὸ τραῦμα πεπηγὸς αἶμα, Σοφ. Τρ. 572.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
coagulé tout autour.
Étymologie: ἀμφί, τρέφω.
Spanish (DGE)
-ον coagulado en torno, αἷμα S.Tr.572.
Greek Monolingual
ἀμφίθρεπτος, -ον (Α) τρέφω
(για το αίμα) αυτός που έχει πήξει γύρω από ένα τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θρεπτός].