ἀμόχθητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμόχθητος]], -ον) [[μοχθῶ]]<br />αυτός που δεν μοχθεί, δεν καταβάλλει πολύ κόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται [[δίχως]] κόπο, ο [[άκοπος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμόχθητος]], -ον) [[μοχθῶ]]<br />αυτός που δεν μοχθεί, δεν καταβάλλει πολύ κόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται [[δίχως]] κόπο, ο [[άκοπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμόχθητος:''' -ον, = το επόμ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Βάβρ.
}}
}}

Revision as of 17:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόχθητος Medium diacritics: ἀμόχθητος Low diacritics: αμόχθητος Capitals: ΑΜΟΧΘΗΤΟΣ
Transliteration A: amóchthētos Transliteration B: amochthētos Transliteration C: amochthitos Beta Code: a)mo/xqhtos

English (LSJ)

ον, -sq., Opp.C.1.456. Adv.

   A -τως Babr.9.2.

German (Pape)

[Seite 128] = folgdm, Eur. Archel. frg. 12; Opp. C. 1, 455; adv. ἀμοχθήτως, Babr. 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόχθητος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 456. - Ἐπίρρ. -τως Βαβρ. 9. 2.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no trabajoso, que no cansa, δίαιτα Alc.61.12.
2 infatigable ὀπωπαί Opp.C.1.456.
II adv. -ως sin fatiga ὄψον ἐλπίσας ἀ. ... ἥξειν Babr.9.2, cf. 103.9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμόχθητος, -ον) μοχθῶ
αυτός που δεν μοχθεί, δεν καταβάλλει πολύ κόπο
νεοελλ.
αυτός που γίνεται δίχως κόπο, ο άκοπος.

Greek Monotonic

ἀμόχθητος: -ον, = το επόμ.· επίρρ. -τως, σε Βάβρ.