ἀμφοτέρωσε: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφοτέρωσε]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />(για [[κίνηση]] [[προς]] [[τόπο]]) και [[προς]] τα δύο μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφότεροι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σε</i>, επιρρ. κατάλ.].
|mltxt=[[ἀμφοτέρωσε]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />(για [[κίνηση]] [[προς]] [[τόπο]]) και [[προς]] τα δύο μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφότεροι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σε</i>, επιρρ. κατάλ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφοτέρωσε:''' επίρρ., και στις [[δύο]] πλευρές, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφοτέρωσε Medium diacritics: ἀμφοτέρωσε Low diacritics: αμφοτέρωσε Capitals: ΑΜΦΟΤΕΡΩΣΕ
Transliteration A: amphotérōse Transliteration B: amphoterōse Transliteration C: amfoterose Beta Code: a)mfote/rwse

English (LSJ)

Adv.

   A to both sides, γεγωνέμεν ἀ. Il.8.223, 11.6.

German (Pape)

[Seite 146] nach beiden Seiten hin, Il. 8, 223. 11. 6. 12, 287; – sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφοτέρωσε: ἐπίρρ., πρὸς ἀμφότερα τὰ μέρη, γεγωνέμεν ἀμφ. Ἰλ. Θ. 223, Λ. 6.

French (Bailly abrégé)

adv.
vers l’un et l’autre lieu.
Étymologie: ἀμφότερος.

English (Autenrieth)

in both directions.

Spanish (DGE)

adv. hacia ambos lados o bandos ἀ. λίθοι πωτῶντο Il.12.287, cf. 8.223, 11.6.

Greek Monolingual

ἀμφοτέρωσε επίρρ. (Α)
(για κίνηση προς τόπο) και προς τα δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -σε, επιρρ. κατάλ.].

Greek Monotonic

ἀμφοτέρωσε: επίρρ., και στις δύο πλευρές, σε Ομήρ. Ιλ.