ἀνακίρναμαι: Difference between revisions
τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνακίρναμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] ύφεση, μετριάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κίρναμαι</i>, [[παράλληλος]], ποιητ. τ. του [[κεράννυμι]]. | |mltxt=[[ἀνακίρναμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] ύφεση, μετριάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κίρναμαι</i>, [[παράλληλος]], ποιητ. τ. του [[κεράννυμι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνακίρνᾰμαι:''' αποθ., [[αναμειγνύω]] [[καλά]]· μεταφ., [[φιλίας]] ἀνακίρνασθαι, [[συμμετέχω]] στην πιο [[στενή]] [[φιλία]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A mix, ἀνακίρναται ποτόν S.Fr.255.8: metaph., φιλίας . . ἀνακίρνασθαι mix the bowl of friendship, E.Hipp.254. II as Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος tempered by... Pl. Ax.371d: mingle with, Iamb. in Nic.p.73 P.:—Act., ἀνακίρνησιν Ph.1.284, part. -κιρνάς 1.153:—Pass., ἀνακιρνᾶται Id.Fr.74 H. (s. v. l.), cf. Alex. Trall.1.13.
German (Pape)
[Seite 192] (s. κίρνημι), mischen, ποτόν, sagte Soph. frg. 237 von der Traube, das Getränk brauend; übertr., μετρίας φιλίας, Freundschaft knüpfen, Eur. Hipp. 264. – Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος Plat. Ax. 371 a, durch Sonnenstrahlen temperirt; vgl. Man. 5, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακίρναμαι: ἀποθ. ἀναμιγνύω, ἀνακίρναται ποτὸν Σοφ. Ἀποσπ. 239: μεταφ. φιλίας... ἀνακίρνασθαι, ἀναμιγνύειν τὸν κρατῆρα τῆς φιλίας, Λατ. jengere amicitias, Εὐρ. Ἱππ. 254, ἴδε Πόρσ. Μήδ. 138· πρβλ. νεοκράς. ΙΙ. ὡς παθ., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος, συγκιρνώμενος, μετριαζόμενος…, Πλάτ. Ἀξ. 371D: - ἐνεργ. τύπος ἀνακίρνησιν ἀπαντᾷ παρὰ Φίλωνι 1.184.
French (Bailly abrégé)
Moy. de ἀνακίρνημι.
Spanish (DGE)
(ἀνακίρνᾰμαι) • Alolema(s): act. ἀνακίρνημι Ph.1.153, 284
1 intr. mezclarse ποτόν S.Fr.255.8
•templar ἀὴρ ... ἡλίου ἀκτίσιν Pl.Ax.371d.
2 tr. fig. trabar, mezclar φιλίας θνητοὺς ἀνακίρνασθαι E.Hipp.254
•en v. act. mezclar τῷ πάσχειν τὸ ποιεῖν Ph.1.153, cf. 284, Iambl.in Nic.p.73.
Greek Monolingual
ἀνακίρναμαι (Α)
1. αναμιγνύω, ανακατεύω
2. υφίσταμαι ύφεση, μετριάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κίρναμαι, παράλληλος, ποιητ. τ. του κεράννυμι.
Greek Monotonic
ἀνακίρνᾰμαι: αποθ., αναμειγνύω καλά· μεταφ., φιλίας ἀνακίρνασθαι, συμμετέχω στην πιο στενή φιλία, σε Ευρ.