ἀλαλή: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀλαλὴ και [[ἀλαλά]], η (Α)<br /><b>1.</b> δυνατή [[κραυγή]]<br /><b>2.</b> πολεμική [[κραυγή]]<br /><b>3.</b> [[ιαχή]] της μάχης και η [[ίδια]] η [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσιαστικό [[ἀλαλή]], που [[είναι]] αττ. τ. του αντίστοιχου δωρ. [[ἀλαλά]], προήλθε από [[χρήση]] του επιφωνήματος <i>ἀλαλὰ</i> ως ουσιαστικού]. | |mltxt=ἀλαλὴ και [[ἀλαλά]], η (Α)<br /><b>1.</b> δυνατή [[κραυγή]]<br /><b>2.</b> πολεμική [[κραυγή]]<br /><b>3.</b> [[ιαχή]] της μάχης και η [[ίδια]] η [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσιαστικό [[ἀλαλή]], που [[είναι]] αττ. τ. του αντίστοιχου δωρ. [[ἀλαλά]], προήλθε από [[χρήση]] του επιφωνήματος <i>ἀλαλὰ</i> ως ουσιαστικού]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλαλή:''' [ᾰλᾰ], Δωρ. [[ἀλαλά]], <i>ἡ</i>, [[μεγάλη]], δυνατή [[κραυγή]], σε Ευρ.· [[ιδίως]] η [[ιαχή]] με την οποία γινόταν η [[έναρξη]] της μάχης, απ' όπου η πολεμική [[κραυγή]], σε Πίνδ. (ηχομιμ., πρβλ. [[ἀλαλαί]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰλᾰ], Dor. ἀλαλά, ἡ, (ἀλαλαί)
A loud cry, μανίαι τ' ἀλαλαί τ' ὀρινομένων Pi.Fr.208; ἀλαλαὶ αἰαγμάτων (v.l. ἀλαλαγαί) E.Ph.337 :— esp. war-cry, Pi.N.3.60; battle, Id.I.7(6).10: comically, ἀ. μύρον χεῖτε Phoen.3.3 :—Ἀλαλά personified, κλῦθ', Ἀλαλά, πολέμου θύγατερ, Pi.Fr.78, cf. Plu.2.349c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαλή: [ᾰλᾰ], Δωρ. ἀλαλά, ἡ, (ἀλαλαί) = ἀλαλητός, μεγάλη, ἰσχυρά, ἠχηρὰ κραυγή, μανίαι τ’ ἀλαλαί τ’ ὀρινομένων, Πινδ. Ἀποσπ. 224· ἀλαλαὶ αἰαγμάτων, (ἑτέρα γραφὴ ἀλαλαγαί), Εὐρ. Φοίν. 337: - ἰδίως ἡ κραυγή, μεθ’ ἧς ἤρχιζον τὴν μάχην, πολεμικὴ κραυγή, τῆς μάχης κραυγή, Πινδ. Ν. 3. 109, Ι. 7(6), 15. - Ἀλαλά, κατὰ προσωποπ. ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ ποιητοῦ, κλῦθ’, Ἀλαλά, πολέμου θύγατερ, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 225· πρβλ. Πλούτ. 2. 349C.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
dor. ἀλαλά, ᾶς (ἡ) :
cri de guerre.
Étymologie: DELG onomatopée.
Spanish (DGE)
(ἀλᾰλή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. ἀλαλά Pi.N.3.60, I.7.10, E.Hel.1344; Ἀλαλά Pi.Fr.78
• Prosodia: [ᾰ-]
1 grito de guerra Pi.N.3.60, Phoen.3.3
•fig. batalla Pi.I.7.11
•personif. Ἀ. Alalá hija de la Guerra, Pi.Fr.78.
2 alarido orgiástico Pi.Fr.70b.13, E.Hel.1344.
3 grito de dolor E.Ph.335.
4 grito festivo S.Tr.206.
• Etimología: Interj. onomat.
Greek Monolingual
ἀλαλὴ και ἀλαλά, η (Α)
1. δυνατή κραυγή
2. πολεμική κραυγή
3. ιαχή της μάχης και η ίδια η μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσιαστικό ἀλαλή, που είναι αττ. τ. του αντίστοιχου δωρ. ἀλαλά, προήλθε από χρήση του επιφωνήματος ἀλαλὰ ως ουσιαστικού].
Greek Monotonic
ἀλαλή: [ᾰλᾰ], Δωρ. ἀλαλά, ἡ, μεγάλη, δυνατή κραυγή, σε Ευρ.· ιδίως η ιαχή με την οποία γινόταν η έναρξη της μάχης, απ' όπου η πολεμική κραυγή, σε Πίνδ. (ηχομιμ., πρβλ. ἀλαλαί).