ἀντιχόρηγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιχόρηγος]], ο (Α)<br />[[αντίπαλος]] [[χορηγός]].
|mltxt=[[ἀντιχόρηγος]], ο (Α)<br />[[αντίπαλος]] [[χορηγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιχόρηγος:''' ὁ, [[αντίπαλος]] [[χορηγός]], σε Δημ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιχόρηγος Medium diacritics: ἀντιχόρηγος Low diacritics: αντιχόρηγος Capitals: ΑΝΤΙΧΟΡΗΓΟΣ
Transliteration A: antichórēgos Transliteration B: antichorēgos Transliteration C: antichorigos Beta Code: a)ntixo/rhgos

English (LSJ)

ὁ,

   A rival choragus, And.4.20, D.21.59.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχόρηγος: ὁ, ἀντίπαλος χορηγός, Ἀνδοκ. 31. 36, Δημ. 533. 14· πρβλ. Οὐολφίου Δημ. πρὸς Λεπτ. σ. XCI.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chorège rival.
Étymologie: ἀντί, χορηγός.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ corego rival And.4.20, D.21.59.

Greek Monolingual

ἀντιχόρηγος, ο (Α)
αντίπαλος χορηγός.

Greek Monotonic

ἀντιχόρηγος: ὁ, αντίπαλος χορηγός, σε Δημ. κ.λπ.