ἀρότης: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρότης]], ο (Α) [[αρώ]]<br />αυτός που οργώνει. | |mltxt=[[ἀρότης]], ο (Α) [[αρώ]]<br />αυτός που οργώνει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρότης:''' -ου, ὁ, = το προηγ., σε Ηρόδ., Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., Pi.I.1.48, Hdt.4.2, Pherecr.130;
A βόες ἀ. Hp.Art.8, cf.Ael.VH5.14; Πιερίδων ἀρόται workmen of the Muses, i.e. poets, Pi.N.6.32; ἀ. κύματος seaman, Call.Fr.436.
German (Pape)
[Seite 357] ὁ, = ἀροτήρ, Pind. I. 1, 48 N. 6, 33; Ap. Rh. 1, 1217; βοῦς Ael. V. H. 5, 14; κύματος, Schiffer, Callim. frg. 436.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρότης: -ου, ὁ = τῷ προηγ., Πινδ. Ι. 1. 67, Ἡρόδ. 4. 2, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1· βόες ἀρ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784· Περίδων ἀρόται, θεράποντες τῶν Μουσῶν, δηλ. ποιηταί, Πίνδ. Ν. 6. 55· ἀρόται κύματος, ἐργάται τῆς θαλάσσης, ναῦται, Καλλιμ. Ἀποσπ. 436
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: ἀρόω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
1 gener. campesino, labrador Pherecr.137.1, Plu.2.406c, Nonn.D.1.111, A.D.Adu.135.16
•op. νομάδες: Σκύθαι ... οὐ γὰρ ἀρόται εἰσὶ ἀλλὰ νομάδες Hdt.4.2
•arador, yuntero βοῶν οἱ ἀρόται Hp.Art.8, cf. Ael.VH 5.14
•fig. Πιερίδων ἀρόται aradores de las Musas e.d. los poetas Pi.N.6.32
•ἀρόται κύματος los marinos Call.Fr.572.
2 como adj. de labor βοῦς A.R.1.1217.
Greek Monolingual
ἀρότης, ο (Α) αρώ
αυτός που οργώνει.
Greek Monotonic
ἀρότης: -ου, ὁ, = το προηγ., σε Ηρόδ., Πίνδ.