ἀπομαλακίζομαι: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπομαλακίζομαι]] κ. -[[μαλθακίζομαι]], κ. μαλθακοῡμαι (-όομαι) (Α)<br />δέχνομαι υπερβολικά [[μαλακός]], [[αδύναμος]], [[άτολμος]], [[δειλός]]. | |mltxt=[[ἀπομαλακίζομαι]] κ. -[[μαλθακίζομαι]], κ. μαλθακοῡμαι (-όομαι) (Α)<br />δέχνομαι υπερβολικά [[μαλακός]], [[αδύναμος]], [[άτολμος]], [[δειλός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπομᾰλᾰκίζομαι:''' Παθ., [[επιδεικνύω]] [[αδυναμία]], [[μαλθακότητα]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A to be weak or cowardly, show weakness, πρός τι in a thing, Arist.HA613a1, cf. Plu.Lyc.10.
German (Pape)
[Seite 314] aus Weichlichkeit etwas unterlassen, sich weichlich zeigen zu etwas, πρός τι Arist. H. A. 9, 7 Plut. Lyc. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομᾰλᾰκίζομαι: παθ., εἶμαι μαλακός, ἢ δειλός, δεικνύω ἀδυναμίαν, πρός τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10.
French (Bailly abrégé)
ne pouvoir, par mollesse, se plier (à un régime de vie).
Étymologie: μαλακίζω.
Spanish (DGE)
mostrar cobardía o debilidad, ἐάν τ' ἀπομαλακίζηται πρὸς τὴν εἴσοδον νεοττιᾶς Arist.HA 613a1, πρὸς τὴν κοινὴν ἀπομαλακιζόμενον δίαιταν Plu.Lyc.10, cf. 2.226f.
Greek Monolingual
ἀπομαλακίζομαι κ. -μαλθακίζομαι, κ. μαλθακοῡμαι (-όομαι) (Α)
δέχνομαι υπερβολικά μαλακός, αδύναμος, άτολμος, δειλός.
Greek Monotonic
ἀπομᾰλᾰκίζομαι: Παθ., επιδεικνύω αδυναμία, μαλθακότητα, σε Πλούτ.