ἀνθρακόομαι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
(6_20)
(3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρᾰκόομαι''': παθ. ([[ἄνθραξ]]), κατακαίομαι, μεταβάλλομαι εἰς ἄνθρακα, «[[γίνομαι]] στάχτη», κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Αἰσχύλ. Πρ. 372, δαλὸς ἠνθρακωμένος κρύπτεται εἰς σποδιὰν Εὐρ. Κύκλ. 612, Θεοφρ. Λιθ. 12. Περὶ τοῦ ἐνεργ. ἴδε ἐν λ. [[ἀπανθρακόω]], [[κατανθρακόω]].
|lstext='''ἀνθρᾰκόομαι''': παθ. ([[ἄνθραξ]]), κατακαίομαι, μεταβάλλομαι εἰς ἄνθρακα, «[[γίνομαι]] στάχτη», κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Αἰσχύλ. Πρ. 372, δαλὸς ἠνθρακωμένος κρύπτεται εἰς σποδιὰν Εὐρ. Κύκλ. 612, Θεοφρ. Λιθ. 12. Περὶ τοῦ ἐνεργ. ἴδε ἐν λ. [[ἀπανθρακόω]], [[κατανθρακόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρᾰκόομαι:''' παρακ. <i>ἠνθράκωμαι</i>, Παθ., ([[ἄνθραξ]]), καίγομαι και [[γίνομαι]] [[στάχτη]], απανθρακώνομαι, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:25, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκόομαι Medium diacritics: ἀνθρακόομαι Low diacritics: ανθρακόομαι Capitals: ΑΝΘΡΑΚΟΟΜΑΙ
Transliteration A: anthrakóomai Transliteration B: anthrakoomai Transliteration C: anthrakoomai Beta Code: a)nqrako/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be burnt to cinders or ashes, κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος A. Pr.374, cf. E.Cyc.614, Thphr.Lap.12.    II form a malignant ulcer (cf. ἀνθράκωσις), Aët.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκόομαι: παθ. (ἄνθραξ), κατακαίομαι, μεταβάλλομαι εἰς ἄνθρακα, «γίνομαι στάχτη», κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Αἰσχύλ. Πρ. 372, δαλὸς ἠνθρακωμένος κρύπτεται εἰς σποδιὰν Εὐρ. Κύκλ. 612, Θεοφρ. Λιθ. 12. Περὶ τοῦ ἐνεργ. ἴδε ἐν λ. ἀπανθρακόω, κατανθρακόω.

Greek Monotonic

ἀνθρᾰκόομαι: παρακ. ἠνθράκωμαι, Παθ., (ἄνθραξ), καίγομαι και γίνομαι στάχτη, απανθρακώνομαι, σε Αριστοφ.