κατανθρακόω
English (LSJ)
fut. -ώσομαι,
A burn to cinders, στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι A.Fr.281.4.
II elsewhere only in Pass., δέμας φλογιστὸν ἤδη καὶ κατηνθρακωμένον S.El.58; ἅπαν κατηνθρακώθη θῦμ' ἐν… φλογί E. IA1602; κατηνθρακώμεθ' ὀφθαλμοῦ σέλας I have it burnt out, Id.Cyc. 663.
German (Pape)
[Seite 1365] dasselbe; Aesch. im med., στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι frg. 265; pass. verkohlen, verbrennen, σῶμα φλογιστὸν ἤδη καὶ κατηνθ ρακωμένον Soph. El. 58; vgl. Eur. Cycl. 659.
French (Bailly abrégé)
κατανθρακῶ :
réduire en charbon, carboniser, réduire en cendres ; brûler, consumer.
Étymologie: κατά, ἀνθρακόω.
Greek (Liddell-Scott)
κατανθρᾰκόω: -ῶ, καίων εἰς ἄνθρακα μεταβάλλω, καίω ἐντελῶς (πρβλ. ἀπανθρακόω)· στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280. ΙΙ. ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τῷ παθ., κατακαίομαι, δέμας φλογιστὸν ἤδη καὶ κατηνθρακωμένον Σοφ. Ἠλ. 58· ἅπαν κατηνθρακώθη θῦμ’… ἐν φλογὶ Εὐριπ. Ι. Α. 1692· κατηνθρακώμεθ’ ὀφθαλμοῦ σέλας, τὸ ἔχομεν κατακαύσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 663·- ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «οὐ μόνον τὸ κατακαίειν, ἀλλὰ καὶ τὸ κατοπτᾶν».
Russian (Dvoretsky)
κατανθρακόω: тж. med. превращать в уголь, обугливать, сжигать (στέγην Aesch.; δέμας φλογιστὸν καὶ κατηνθρακωμένον Soph.): κατηνθρακώμεθ᾽ ὀφθαλμοῦ σέλας Eur. у нас (т. е. у Киклопа) выжжен глаз.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ανθρακόω verbranden, verkolen:. δέμας... κατηνθρακωμένον verkoold lichaam Soph. El. 58; κατηνθρακώμεθ’ ὀφθαλμοῦ σέλας het licht van mijn oog is weggebrand Eur. Cycl. 663.