ἀφοίβαντος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀφοίβαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει καθαρθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φοιβαίνω]] (Η σύχ.) «[[λαμπρύνω]], [[καθαρίζω]]»].
|mltxt=[[ἀφοίβαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει καθαρθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φοιβαίνω]] (Η σύχ.) «[[λαμπρύνω]], [[καθαρίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφοίβαντος:''' -ον ([[φοιβαίνω]] = [[φοιβάω]]), [[ακάθαρτος]], [[μιαρός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφοίβαντος Medium diacritics: ἀφοίβαντος Low diacritics: αφοίβαντος Capitals: ΑΦΟΙΒΑΝΤΟΣ
Transliteration A: aphoíbantos Transliteration B: aphoibantos Transliteration C: afoivantos Beta Code: a)foi/bantos

English (LSJ)

ον,

   A uncleansed, unclean, A.Eu.237, Fr.148.

German (Pape)

[Seite 413] χείρ, ungereinigt, unrein, Aesch. Eum. 228

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοίβαντος: -ον, ὁ μὴ καθαρθείς, ἀκάθαρτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 237, Ἀποσπ. 147.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non purifié ; souillé.
Étymologie: ἀ, φοιβαίνω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀφοίβατος A.Fr.148
impuro χείρ A.Eu.237, cf. l.c.

Greek Monolingual

ἀφοίβαντος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει καθαρθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φοιβαίνω (Η σύχ.) «λαμπρύνω, καθαρίζω»].

Greek Monotonic

ἀφοίβαντος: -ον (φοιβαίνω = φοιβάω), ακάθαρτος, μιαρός, σε Αισχύλ.