βρώσιμος: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(7)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[βρώσιμος]], -ον) [[βρώσις]]<br />ο [[κατάλληλος]] να φαγωθεί, [[φαγώσιμος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[βρώσιμος]], -ον) [[βρώσις]]<br />ο [[κατάλληλος]] να φαγωθεί, [[φαγώσιμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρώσιμος:''' -ον (βι-βρώσκω), [[φαγώσιμος]], [[εδώδιμος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρώσιμος Medium diacritics: βρώσιμος Low diacritics: βρώσιμος Capitals: ΒΡΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: brṓsimos Transliteration B: brōsimos Transliteration C: vrosimos Beta Code: brw/simos

English (LSJ)

ον,

   A eatable, A.Pr.479, diph.13, LXX Le.19.23, Ev.Luc. 24.41; ἃ καὶ κυσὶν πεινῶσιν οὐχὶ βρώσιμα Trag.Adesp.118.4.

German (Pape)

[Seite 467] eßbar, Aesch. Prom. 479; ἃ καὶ κυσὶν πεινῶσιν οὐχὶ βρώσιμα com. bei Clem. Al. Strom. 7 p. 305; Sp., wie LXX.

Greek (Liddell-Scott)

βρώσιμος: -ον, φαγώσιμος, Αἰσχύλ. Πρ. 479, Δίφιλ. Ἀναζωσ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on peut manger, mangeable.
Étymologie: βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ον
que se toma como alimento sólido, masticable, comestible οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδέν, οὔτε βρώσιμον, οὐ χριστόν, οὐδὲ πιστόν no había ningún remedio ni para tomar, ungir o beber A.Pr.479, cf. Diph.13, σπέρμα Mnesith.Ath.26.7, κρέα SIG 624.38 (Megalópolis II a.C.), λάχανα PSI 306.7 (II/III d.C.), ταρίχια BGU 2172.14 (V d.C.), τι β. Eu.Luc.24.41
c. dat. ἃ ... κυσὶν ... οὐχὶ βρώσιμα cosas que ni los perros quieren comer, Com.Adesp.1205K.
β. ξύλον árbol de comer, frutal LXX Le.19.23, 2Es.19.25, Ez.47.12, cf. Stud.Pal.22.75.58 (III d.C.)
subst. κατὰ πότιμον καὶ βρώσιμον al beber y comer, PMag.10.1.

English (Abbott-Smith)

βρώσιμος, -ον (< βρῶσις), [in LXX: Le 19:23, Ne 9:25, Ez 47:12 (מַאֲכָל)*;]
eatable: Lk 24:41.†

English (Strong)

from βρῶσις; eatable: meat.

English (Thayer)

βρώσιμον (βρῶσις), eatable: Aeschylus Prom. 479; (Antiatt. in Bekker, Anecd., p. 84,25).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βρώσιμος, -ον) βρώσις
ο κατάλληλος να φαγωθεί, φαγώσιμος.

Greek Monotonic

βρώσιμος: -ον (βι-βρώσκω), φαγώσιμος, εδώδιμος, σε Αισχύλ.