βοώνης: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βοώνης]], ο (Α)<br />στην Αθήνα [[άρχοντας]] [[αρμόδιος]] να αγοράζει βόδια για θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]»]. | |mltxt=[[βοώνης]], ο (Α)<br />στην Αθήνα [[άρχοντας]] [[αρμόδιος]] να αγοράζει βόδια για θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βοώνης:''' -ου, ὁ ([[ὠνέομαι]]), στην αρχαία Αθήνα, [[αξιωματούχος]] που αγόραζε βόδια για τις δημόσιες θυσίες, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὠνέομαι) at Athens,
A an officer who bought oxen for the sacrifices, D.21.171, IG2.163.18.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, Ochsenkäufer; in Athen die Beamten, welche den Kauf der Opferthiere besorgten, Dem. 21, 171; vgl. Harpocr. u. B. A. 219; Poll. 8, 114.
Greek (Liddell-Scott)
βοώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι) ἐν Ἀθήναις ἄρχων ὁ ὁποῖος ἠγόραζε βοῦς διὰ τὰς θυσίας, Δημ. 570. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 257. 8, Ἀρπ.· - ἐντεῦθεν βοωνέω, ἀγοράζω βοῦς, ἐπιγρ. Ἀττ. παρὰ τῷ Ussing. σ. 46·
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agent chargé de l’achat des bœufs pour les sacrifices publics à Athènes.
Étymologie: βοῦς, ὠνέομαι.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ comprador oficial de las resespara los sacrificios públicos en Atenas Ath.Agora 19.L7.44, IG 22.1496.71 (ambas IV a.C.), D.21.171, en Delos ID 399A.17 (II a.C.)
•tratante en vacas gener., Cyr.Al.Mt.233.2.
Greek Monolingual
βοώνης, ο (Α)
στην Αθήνα άρχοντας αρμόδιος να αγοράζει βόδια για θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω»].
Greek Monotonic
βοώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), στην αρχαία Αθήνα, αξιωματούχος που αγόραζε βόδια για τις δημόσιες θυσίες, σε Δημ.