δαμάτειρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαμάτειρα]], η (Α)<br />η [[δαμάστρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμα</i> του αορ. <i>εδάμασα</i> του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -τειρα].
|mltxt=[[δαμάτειρα]], η (Α)<br />η [[δαμάστρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμα</i> του αορ. <i>εδάμασα</i> του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -τειρα].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δᾰμάτειρα:''' ἡ ([[δαμάζω]]), αυτή που εξημερώνει, [[δαμάστρια]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμάτειρα Medium diacritics: δαμάτειρα Low diacritics: δαμάτειρα Capitals: ΔΑΜΑΤΕΙΡΑ
Transliteration A: damáteira Transliteration B: damateira Transliteration C: damateira Beta Code: dama/teira

English (LSJ)

[μᾰ], ἡ, fem. of δαμαντήρ, AP11.403 (Luc.).

German (Pape)

[Seite 521] ἡ, Bändigerin, Luc. ep. 27 (XI, 403).

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμάτειρα: ἡ, δαμάστρια, πλούτου δ. Ἀνθ. Π. 11. 403.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la dompteuse.
Étymologie: δαμάω.

Spanish (DGE)

v. δμητήρ.

Greek Monolingual

δαμάτειρα, η (Α)
η δαμάστρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμα του αορ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + (επίθημα) -τειρα].

Greek Monotonic

δᾰμάτειρα: ἡ (δαμάζω), αυτή που εξημερώνει, δαμάστρια, σε Ανθ.