βώτωρ: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βώτωρ]], ο (Α)<br />[[βοτήρ]], [[βοσκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βω</i>- (εκτεταμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>βο</i>- του ρ. [[βόσκω]]) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>τωρ</i>]. | |mltxt=[[βώτωρ]], ο (Α)<br />[[βοτήρ]], [[βοσκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βω</i>- (εκτεταμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>βο</i>- του ρ. [[βόσκω]]) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>τωρ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βώτωρ:''' -ορος, ὁ = [[βοτήρ]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = βοτήρ, Il.12.302; βώτορες ἄνδρες Od.14.102, AP 6.262 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
βώτωρ: -ορος, ὁ, =βοτής, βοτήρ, Ἰλ. Μ.302, καὶ συχν. ἐν Ὀδ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
pâtre.
Étymologie: βόσκω ; cf. βοτήρ.
English (Autenrieth)
ορος (βόσκω): shepherd; pl., and w. ἄνδρες, Μ 3, Od. 17.200.</div1>
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
pastor, Il.12.302, Od.14.102, AP 6.262 (Leon.), cf. βοτήρ.
Greek Monolingual
βώτωρ, ο (Α)
βοτήρ, βοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βω- (εκτεταμένη βαθμίδα του θ. βο- του ρ. βόσκω) + (επίθημα) -τωρ].
Greek Monotonic
βώτωρ: -ορος, ὁ = βοτήρ, σε Όμηρ.