ἐπιστατητέον: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_20) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιστᾰτητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐπιστατέω]], δεῖ ἐπιστατεῖν, [[μετὰ]] δοτ., Πλάτ. Πολ. 377Β, 401Β· [[μετὰ]] γεν., Ξεν. Οἰκ. 7. 35· ἴδε Λοβ. Φρύν. 766. | |lstext='''ἐπιστᾰτητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐπιστατέω]], δεῖ ἐπιστατεῖν, [[μετὰ]] δοτ., Πλάτ. Πολ. 377Β, 401Β· [[μετὰ]] γεν., Ξεν. Οἰκ. 7. 35· ἴδε Λοβ. Φρύν. 766. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιστᾰτητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐπιστατέω]], αυτό που πρέπει να εποπτευθεί, να ελεγχθεί, να επιτηρηθεί, με δοτ., σε Πλάτ.· με γεν., σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must oversee, superintend, c. dat., Pl.R. 377b,401b: c.gen., X.Oec.7.35.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστᾰτητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιστατέω, δεῖ ἐπιστατεῖν, μετὰ δοτ., Πλάτ. Πολ. 377Β, 401Β· μετὰ γεν., Ξεν. Οἰκ. 7. 35· ἴδε Λοβ. Φρύν. 766.
Greek Monotonic
ἐπιστᾰτητέον: ρημ. επίθ. του ἐπιστατέω, αυτό που πρέπει να εποπτευθεί, να ελεγχθεί, να επιτηρηθεί, με δοτ., σε Πλάτ.· με γεν., σε Ξεν.