ἐπιθοάζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιθοάζω]] (Α)<br />[[κάθομαι]] [[κοντά]] σε βωμό ως [[ικέτης]] ζητώντας τη [[βοήθεια]] τών θεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[θοάζω]] «[[κάθομαι]]»].
|mltxt=[[ἐπιθοάζω]] (Α)<br />[[κάθομαι]] [[κοντά]] σε βωμό ως [[ικέτης]] ζητώντας τη [[βοήθεια]] τών θεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[θοάζω]] «[[κάθομαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθοάζω:''' μόνο στον ενεστ., [[κάθομαι]] ως [[ικέτης]] κοντά στον βωμό, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθοάζω Medium diacritics: ἐπιθοάζω Low diacritics: επιθοάζω Capitals: ΕΠΙΘΟΑΖΩ
Transliteration A: epithoázō Transliteration B: epithoazō Transliteration C: epithoazo Beta Code: e)piqoa/zw

English (LSJ)

   A sit as suppliant at an altar, τάδ' ἐπευχομένη κἀπιθοάζουσ' A.Ch.856 (οα in litura); τάδε καὶ θρηνῶ κἀπιθοάζω E.Med.1409; cf. θοάζω 11; but κἀπιθεάζουσ' invoking the gods, and κἀπιθεάζω shd. prob. be read.

German (Pape)

[Seite 943] daraufsitzen, an den Altären als Schutzflehender sitzen, die Götter anrufen, neben ἐπεύχομαι Aesch. Ch. 843, wie Eur. Med. 1409 ἐπιθοάζω μαρτυρούμενος δαίμονας, vielleicht ἐπιθεάζω, s. Buttmann Lezil. II S. 109 s.

French (Bailly abrégé)

être assis en suppliant auprès d’un autel.
Étymologie: ἐπί, θοάζω.

Greek Monolingual

ἐπιθοάζω (Α)
κάθομαι κοντά σε βωμό ως ικέτης ζητώντας τη βοήθεια τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θοάζω «κάθομαι»].

Greek Monotonic

ἐπιθοάζω: μόνο στον ενεστ., κάθομαι ως ικέτης κοντά στον βωμό, σε Αισχύλ., Ευρ.