θαλπνός: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλπνός]], -ή, -όν (Α) [[θάλπω]]<br />αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον [[ἄστρον]]», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[θαλπνός]], -ή, -όν (Α) [[θάλπω]]<br />αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον [[ἄστρον]]», <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θαλπνός:''' -ή, -όν ([[θάλπω]]), αυτός που θερμαίνει, υποστηρίζει, προστατεύει, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 18:41, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλπνός Medium diacritics: θαλπνός Low diacritics: θαλπνός Capitals: ΘΑΛΠΝΟΣ
Transliteration A: thalpnós Transliteration B: thalpnos Transliteration C: thalpnos Beta Code: qalpno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A warming, fostering, θαλπνότερον ἄστρον Pi.O. 1.6.

German (Pape)

[Seite 1184] erwärmend, erhitzend, οὐδὲν θαλπνότερον ἁλίου ἄστρον Pind. Ol. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

θαλπνός: -ή, -όν, θερμαίνων, θάλπων, θαλπνότερον ἄστρον Πίνδ. Ο. 1. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
chaud.
Étymologie: θάλπω.

English (Slater)

θαλπνός
   1 warm μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον (O. 1.6)

Greek Monolingual

θαλπνός, -ή, -όν (Α) θάλπω
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον ἄστρον», Πίνδ.).

Greek Monotonic

θαλπνός: -ή, -όν (θάλπω), αυτός που θερμαίνει, υποστηρίζει, προστατεύει, σε Πίνδ.