δικάστρια: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(big3_11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[juez]] τὴν Φιλοσοφίαν αὐτήν ... ποιοῦμαι δικάστριαν Luc.<i>Pisc</i>.9.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[juez]] τὴν Φιλοσοφίαν αὐτήν ... ποιοῦμαι δικάστριαν Luc.<i>Pisc</i>.9.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δῐκάστρια:''' ἡ ([[δικαστής]]), [[γυναίκα]] [[δικαστής]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκάστρια Medium diacritics: δικάστρια Low diacritics: δικάστρια Capitals: ΔΙΚΑΣΤΡΙΑ
Transliteration A: dikástria Transliteration B: dikastria Transliteration C: dikastria Beta Code: dika/stria

English (LSJ)

ἡ, fem. of δικαστής, Luc.Pisc.9.

German (Pape)

[Seite 628] ἡ, fem. zu δικαστής, Richterin, Luc. Piscat. 9.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκάστρια: ἡ, γυνὴ δικάζουσα, θηλυκ. τοῦ δικαστής, Λουκ. Ἁλ. 9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
femme juge.
Étymologie: δικαστής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
juez τὴν Φιλοσοφίαν αὐτήν ... ποιοῦμαι δικάστριαν Luc.Pisc.9.

Greek Monotonic

δῐκάστρια: ἡ (δικαστής), γυναίκα δικαστής, σε Λουκ.