δυωδεκάμηνος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />âgé de douze mois.<br />'''Étymologie:''' [[δυώδεκα]], [[μήν]]².
|btext=ος, ον :<br />âgé de douze mois.<br />'''Étymologie:''' [[δυώδεκα]], [[μήν]]².
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυωδεκάμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που είναι [[δώδεκα]] μηνών (ηλικιακά), σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 18:45, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠωδεκάμηνος Medium diacritics: δυωδεκάμηνος Low diacritics: δυωδεκάμηνος Capitals: ΔΥΩΔΕΚΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: dyōdekámēnos Transliteration B: dyōdekamēnos Transliteration C: dyodekaminos Beta Code: duwdeka/mhnos

English (LSJ)

δῠωδεκαταῖος, δῠωδέκατος, v. δωδ-.

Greek (Liddell-Scott)

δυωδεκάμηνος: δυωδεκαταῖος, δυωδέκατος, ἴδε ἐν δωδ- .

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
âgé de douze mois.
Étymologie: δυώδεκα, μήν².

Greek Monotonic

δυωδεκάμηνος: -ον (μήν), αυτός που είναι δώδεκα μηνών (ηλικιακά), σε Ησίοδ.