λαλαγέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(SL_2)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>λᾰλᾰγέω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[prattle]] [[κόρος]] τὸ λαλαγῆσαι θέλων (O. 2.97) μὴ [[νῦν]] λαλάγει τὰ τοιαῦτ (O. 9.40)
|sltr=<b>λᾰλᾰγέω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[prattle]] [[κόρος]] τὸ λαλαγῆσαι θέλων (O. 2.97) μὴ [[νῦν]] λαλάγει τὰ τοιαῦτ (O. 9.40)
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾰλᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ([[λαλέω]]), [[φλυαρώ]], σε Πίνδ.· λέγεται για πουλιά και ακρίδες, [[τερετίζω]], [[τιτιβίζω]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλᾰγέω Medium diacritics: λαλαγέω Low diacritics: λαλαγέω Capitals: ΛΑΛΑΓΕΩ
Transliteration A: lalagéō Transliteration B: lalageō Transliteration C: lalageo Beta Code: lalage/w

English (LSJ)

   A babble, Pi.O.2.97; μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτ' ib.9.40; of birds and grasshoppers, chirrup, chirp, Theoc.5.48, 7.139; humorously, of the swallow which announces spring, Cic.Att.9.18.3 (dub. l.), 10.2.1, alluding to AP10.1 (Leon.); of Echo, ib.6.54.9 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 9] schwatzen, plaudern, μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτα, Pind. Ol. 9, 43; von Vögeln, ταὶ δ' ἐπὶ δένδρῳ ὄρνιχες λαλαγεῦντι, Theocr. 5, 48 (Schol. λιγυρὸν ᾄδουσι), wie ἀηδόνες λαλαγεῦσι, Marian. 2 (IX, 668); χελιδών, Leon. Tar. 57 (X, 1); vom Wiederhall, Paul. Sil. 48 (VI, 54), u. öfter in der Anth.; auch τέττιγες, Theocr. 7, 139. Vgl. λαλάζω.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλᾰγέω: φλυαρῶ, Πινδ. Ο. 2. 176˙ μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτα αὐτόθι 9. 60˙ ἐπὶ πτηνῶν καὶ τεττίγων, τερετίζω, πιππύζω, κτίζω, Θεόκρ. 5. 48., 7. 139˙ ἀστείως, ἐπὶ ἐπιστολῆς τερετιζούσης περὶ τοῦ ἔαρος, παρὰ τῷ Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 18, 3., 10. 2, 1˙ ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 6. 54, 9˙ πρβλ. λαλέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
gazouiller, murmurer.
Étymologie: λαλαγή.

English (Slater)

λᾰλᾰγέω
   1 prattle κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων (O. 2.97) μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ (O. 9.40)

Greek Monotonic

λᾰλᾰγέω: μέλ. -ήσω, (λαλέω), φλυαρώ, σε Πίνδ.· λέγεται για πουλιά και ακρίδες, τερετίζω, τιτιβίζω, σε Θεόκρ.