κανθήλια: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />paniers qui pendent de chaque côté du bât d’un âne.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br />paniers qui pendent de chaque côté du bât d’un âne.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κανθήλια:''' -ων, τά, Λατ. [[clitellae]], [[σαμάρι]], (λέγεται για φορτία ή τα κοφίνια, καλάθια, πανέρια που κρέμονταν στις πλευρές του σαμαριού), σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθήλια Medium diacritics: κανθήλια Low diacritics: κανθήλια Capitals: ΚΑΝΘΗΛΙΑ
Transliteration A: kanthḗlia Transliteration B: kanthēlia Transliteration C: kanthilia Beta Code: kanqh/lia

English (LSJ)

ων, τά,

   A panniers at the sides of a pack-saddle, Ar.V. 170: hence, any large baskets, for carrying grapes at the vintage, Artem.4.5, Gp.6.11.1, Hsch.: generally, pack-saddle, κ. καμηλικά prob. in PGoodsp.Cair.30xxxiv 18 (iiA. D.).    II wooden frame that rises in a curve at a ship's stern, Hsch.    III sg., κανθήλιον, τό, in Archit.,rafter, IG22.463.73. (Lat. cantherius, Vitr.4.2.3.)

German (Pape)

[Seite 1320] τά (κάνθος), ein Saumsattel zum Bepacken der Lastthiere, auch die großen Packkörbe, die an beiden Seiten des Saumsattels hingen; τὸν ὄνον ἄγων αὐτοῖς τοῖς κανθηλίοις Ar. Vesp. 169; Artemid. 4, 5. Uebh. große Körbe, um Weintrauben u. dgl. zu tragen, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

κανθήλια: -ων, τά, Λατ. clitellea, σάγμα ὑποζυγίων ἢ τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ σάγματος κοφίνια, Ἀριστοφ. Σφ. 169· ἐντεῦθεν, μεγάλα κοφίνια πρὸς μεταφορὰν σταφυλῶν κατὰ τὸν τρυγητόν, Ἀρτεμίδ. 4. 6, Γεωπ. 6. 11· «τὰ σάγματα τῶν ὄνων καὶ τὰ τούτοις ἐπιτιθέμενα λύγινα πλέγματα» Ἡσύχ. ΙΙ. «τὰ ἐν τῇ πρύμνῃ τῆς νεὼς ἐπικαμπῆ ξύλα, τιθέμενα πρὸς σκηνοπήγια» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
paniers qui pendent de chaque côté du bât d’un âne.
Étymologie: κάνης.

Greek Monotonic

κανθήλια: -ων, τά, Λατ. clitellae, σαμάρι, (λέγεται για φορτία ή τα κοφίνια, καλάθια, πανέρια που κρέμονταν στις πλευρές του σαμαριού), σε Αριστοφ.