οὐλόκερως: Difference between revisions

From LSJ

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298
(Bailly1_4)
(5)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω;<br />dont les cornes sont recourbées <i>ou</i> tronquées.<br />'''Étymologie:''' [[οὖλος]]², [[κέρας]].
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω;<br />dont les cornes sont recourbées <i>ou</i> tronquées.<br />'''Étymologie:''' [[οὖλος]]², [[κέρας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐλόκερως:''' -ων ([[οὖλος]] Β), αυτός που έχει στριφτά ή κυρτά κέρατα, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 412] mit krausen, gewundenen Hörnern, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόκερως: -ων, γεν. -ω (οὖλος Β) ὁ ἔχων στρεπτὰ ἢ καμπύλα κέρατα, Στράβ. 96.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω;
dont les cornes sont recourbées ou tronquées.
Étymologie: οὖλος², κέρας.

Greek Monotonic

οὐλόκερως: -ων (οὖλος Β), αυτός που έχει στριφτά ή κυρτά κέρατα, σε Στράβ.