μονόδους: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο και η (Α [[μονόδους]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> ελληνική [[ονομασία]] της μπελούγκα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μόνο ένα [[δόντι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>οδόντος</i>]. | |mltxt=ο και η (Α [[μονόδους]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> ελληνική [[ονομασία]] της μπελούγκα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μόνο ένα [[δόντι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>οδόντος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ένα μόνο [[δόντι]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 30 December 2018
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ,
A one-toothed, A.Pr.796.
German (Pape)
[Seite 202] οντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.
Greek (Liddell-Scott)
μονόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὀδόντα, Αἰσχύλ. Πρ. 796.
French (Bailly abrégé)
όδοντος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’une dent.
Étymologie: μόνος, ὀδούς.
Greek Monolingual
ο και η (Α μονόδους)
νεοελλ.
ζωολ. ελληνική ονομασία της μπελούγκα
αρχ.
αυτός που έχει μόνο ένα δόντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀδούς, οδόντος].
Greek Monotonic
μονόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ένα μόνο δόντι, σε Αισχύλ.