ἱπποδιώκτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποδιώκτης]], δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ιππηλάτης]], [[ηνίοχος]], [[αναβάτης]] ατίθασων ίππων<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[είδος]] μονομάχου.
|mltxt=[[ἱπποδιώκτης]], δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ιππηλάτης]], [[ηνίοχος]], [[αναβάτης]] ατίθασων ίππων<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[είδος]] μονομάχου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱπποδῐώκτης:''' -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = [[ἱππηλάτης]], [[οδηγός]] ή [[αναβάτης]] αλόγων, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποδῐώκτης Medium diacritics: ἱπποδιώκτης Low diacritics: ιπποδιώκτης Capitals: ΙΠΠΟΔΙΩΚΤΗΣ
Transliteration A: hippodiṓktēs Transliteration B: hippodiōktēs Transliteration C: ippodioktis Beta Code: i(ppodiw/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, Dor. -τας,

   A = ἱππηλάτης, driver or rider of steeds, Theoc.14.12, Hsch.; a kind of gladiator, IGRom.4.1455 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Rossetreiber, wie ἱππηλάτης, Theocr. 14, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποδιώκτης: -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = ἱππηλάτης, Θεόκρ. 14. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 3291. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποδιώκτας· ἡνιόχους».

Greek Monolingual

ἱπποδιώκτης, δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α)
1. ιππηλάτης, ηνίοχος, αναβάτης ατίθασων ίππων
2. επιγρ. είδος μονομάχου.

Greek Monotonic

ἱπποδῐώκτης: -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = ἱππηλάτης, οδηγός ή αναβάτης αλόγων, σε Θεόκρ.