συσσιτέω: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />manger avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συσσιτέομαι-οῦμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[σύσσιτος]]. | |btext=-ῶ :<br />manger avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συσσιτέομαι-οῦμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[σύσσιτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συσσῑτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, σιτίζομαι, τρέφομαι από κοινού, [[συντρώγω]], [[συνδιαιτώμαι]], <i>τινί</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., στον πληθ., τρέφομαι από κοινού, σε Πλάτ., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A mess with, τινι Ar.Eq.1325 (anap.), Lys.13.79, Thphr. Char.10.3, etc.; μετ' ἀλλήλων Arist.Pol.1317b38:—Med., σ. ἀλλήλοις Philostr.Her.2.3: abs. in pl., mess together, συσσιτοῦμεν . . ἐγώ τε καὶ Μελησίας Pl.La.179b, cf. Smp.219e, D.19.191.
Greek (Liddell-Scott)
συσσῑτέω: σιτοῦμαι, τρέφομαι ὁμοῦ, συνδιαιτῶμαι, συνεσθίω, συντρώγω, τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1325, Λυσί. 137. 18, κτλ.· μετ’ ἀλλήλων Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 2, 7· οὕτως ἐν τῷ μέσ., σ. ἀλλήλοις Φιλόστρ. 675· - ἀπολ., ἐν τῷ πληθ., συσσιτοῦμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας Πλάτ. Λάχ. 179, πρβλ. Συμπ. 219Ε, Δημ. 401. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
manger avec;
Moy. συσσιτέομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: σύσσιτος.
Greek Monotonic
συσσῑτέω: μέλ. -ήσω, σιτίζομαι, τρέφομαι από κοινού, συντρώγω, συνδιαιτώμαι, τινί, σε Αριστοφ.· απόλ., στον πληθ., τρέφομαι από κοινού, σε Πλάτ., Δημ.