τετρακαιδεκαέτης: Difference between revisions
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άετες και δ. γρφ. αρσ. [[τετρακαιδεκέτης]], θηλ. [[τετρακαιδεκέτις]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] δεκατεσσάρων ετών<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] δεκατεσσάρων ετών («ἀδελφὴν... κόρην τετρακαιδεκέτιν... κατέθαψα», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>καί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δέκα]] <span style="color: red;">+</span> -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντεκαιδεκα</i>-[[έτης]]]. | |mltxt=-άετες και δ. γρφ. αρσ. [[τετρακαιδεκέτης]], θηλ. [[τετρακαιδεκέτις]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] δεκατεσσάρων ετών<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] δεκατεσσάρων ετών («ἀδελφὴν... κόρην τετρακαιδεκέτιν... κατέθαψα», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>καί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δέκα]] <span style="color: red;">+</span> -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντεκαιδεκα</i>-[[έτης]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τετρᾰκαιδεκαέτης:''' -ες, αυτός που αποτελείται από δεκατέσσερα έτη· θηλ. τετρᾰκαιδεκέτις, <i>-ιδος</i>, αυτή που έχει [[ηλικία]] δεκατεσσάρων ετών, σε Ισοκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A of fourteen years, D.H.6.21 (v.l. τετρακαιδεκέτης). II fem. τετρᾰκαιδεκέτις, ιδος, fourteen years old, κόρη Isoc.19.22.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκαιδεκαέτης: -ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατεσσάρων ἐτῶν, Διον. Ἁλ. 6. 21· ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. τετρακαιδεκέτης. ΙΙ. θηλ. τετρᾰκαιδεκέτις, -ιδος, δεκατεσσάρων ἐτῶν ἔχουσα ἡλικίαν, κόρη Ἰσοκρ. 388Ε.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de quatorze ans.
Étymologie: τέσσαρες, καί, δέκα, ἔτος.
Greek Monolingual
-άετες και δ. γρφ. αρσ. τετρακαιδεκέτης, θηλ. τετρακαιδεκέτις Α
1. αυτός που έχει διάρκεια δεκατεσσάρων ετών
2. αυτός που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών («ἀδελφὴν... κόρην τετρακαιδεκέτιν... κατέθαψα», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + καί + δέκα + -έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντεκαιδεκα-έτης].
Greek Monotonic
τετρᾰκαιδεκαέτης: -ες, αυτός που αποτελείται από δεκατέσσερα έτη· θηλ. τετρᾰκαιδεκέτις, -ιδος, αυτή που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών, σε Ισοκρ.