συνίμεν: Difference between revisions

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
(Bailly1_5)
 
(6)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>inf. épq. de</i> [[σύνειμι]]².
|btext=<i>inf. épq. de</i> [[σύνειμι]]².
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνίμεν:''' Επικ. αντί [[συνιέναι]], απαρ. του [[σύνειμι]] ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]).
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

inf. épq. de σύνειμι².

Greek Monotonic

συνίμεν: Επικ. αντί συνιέναι, απαρ. του σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo).