περίτομος: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[περιτέμνω]]<br /><b>1.</b> αποκομμένος από [[παντού]], [[απότομος]] σε ὁλα τα μέρη («[[ὄρος]] περίτομον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ περίτομα</i><br />απόκρημνες θέσεις. | |mltxt=-ον, Α [[περιτέμνω]]<br /><b>1.</b> αποκομμένος από [[παντού]], [[απότομος]] σε ὁλα τα μέρη («[[ὄρος]] περίτομον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ περίτομα</i><br />απόκρημνες θέσεις. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίτομος:''' -ον ([[περιτέμνω]]), αποσπασμένος, [[απότομος]], [[απόκρημνος]], Λατ. [[abruptus]], σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A cut off all round, abrupt, steep, ὄρος Plb.1.56.4 ; λόφος D.H.5.19 ; περίτομα steep places, Inscr.Prien.363.28 (iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 597] ringsum abgeschnitten, steil, praeruptus, abruptus; ὄρος, Pol. 1, 56, 4; Qu. Sm. 5, 19.
Greek (Liddell-Scott)
περίτομος: -ον, ἀπότομος πανταχόθεν, ἀπόκρημνος, Λατ. praepuptus, abruptus, ὄρος Πολύβ. 1. 56, 4· λόφος Διον. Ἁλ. 5. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
coupé tout autour, escarpé de tous les côtés.
Étymologie: περιτέμνω.
Greek Monolingual
-ον, Α περιτέμνω
1. αποκομμένος από παντού, απότομος σε ὁλα τα μέρη («ὄρος περίτομον», Πολ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίτομα
απόκρημνες θέσεις.
Greek Monotonic
περίτομος: -ον (περιτέμνω), αποσπασμένος, απότομος, απόκρημνος, Λατ. abruptus, σε Πολύβ.