τετευχῆσθαι: Difference between revisions
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(επικ. απρμφ. παρακμ. [[χωρίς]] ενεστ.) το να [[είναι]] [[κανείς]] οπλισμένος («[[τετευχῆσθαι]] γὰρ [[ἄμεινον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τετευχῆσθαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τετευχέσ</i>-<i>θαι</i>) [[είναι]] επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ <i>τευχῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[τεῦχος]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. παρακμ. <i>τετελέσθαι</i> του <i>τελῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] το συνηρ. σε -<i>έω</i> / -<i>ῶ</i>]. | |mltxt=Α<br />(επικ. απρμφ. παρακμ. [[χωρίς]] ενεστ.) το να [[είναι]] [[κανείς]] οπλισμένος («[[τετευχῆσθαι]] γὰρ [[ἄμεινον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τετευχῆσθαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τετευχέσ</i>-<i>θαι</i>) [[είναι]] επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ <i>τευχῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[τεῦχος]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. παρακμ. <i>τετελέσθαι</i> του <i>τελῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] το συνηρ. σε -<i>έω</i> / -<i>ῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τετευχῆσθαι:''' Επικ. απαρ. Παθ. παρακ. με [[σημασία]] ενεστ., σχημ. από το ουσ. <i>τεύχεα</i>, [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], είμαι εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
(τεῦχος) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use,
A to be armed, Od.22.104.
Greek (Liddell-Scott)
τετευχῆσθαι: Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «τετευχῆσθαι, καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104.
English (Autenrieth)
(τευχέω, τεύχεα), inf. perf. pass.: to have armed ourselves, be armed, Od. 22.104†.
Greek Monolingual
Α
(επικ. απρμφ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) το να είναι κανείς οπλισμένος («τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τετευχῆσθαι (< τετευχέσ-θαι) είναι επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ τευχῶ < τεῦχος (πρβλ. απρμφ. παρακμ. τετελέσθαι του τελῶ < τέλος). Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογικό σχηματισμό κατά το συνηρ. σε -έω / -ῶ].
Greek Monotonic
τετευχῆσθαι: Επικ. απαρ. Παθ. παρακ. με σημασία ενεστ., σχημ. από το ουσ. τεύχεα, χωρίς ενεστ. σε χρήση, είμαι εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.