καταβλέπω: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβλέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βλέπω]], [[προς]] τα [[κάτω]], [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] μου [[προς]] κάποιον που βρίσκεται [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[κοιτάζω]]<br /><b>3.</b> <b>επιγρ.</b> <b>μτφ.</b> [[περιφρονώ]], [[απαξιώ]]<br /><b>4.</b> [[βλέπω]] [[κάτι]] με [[προσοχή]], [[εξετάζω]].
|mltxt=[[καταβλέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βλέπω]], [[προς]] τα [[κάτω]], [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] μου [[προς]] κάποιον που βρίσκεται [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[κοιτάζω]]<br /><b>3.</b> <b>επιγρ.</b> <b>μτφ.</b> [[περιφρονώ]], [[απαξιώ]]<br /><b>4.</b> [[βλέπω]] [[κάτι]] με [[προσοχή]], [[εξετάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταβλέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κοιτώ προς τα [[κάτω]], [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου προς το [[μέρος]] κάποιου, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλέπω Medium diacritics: καταβλέπω Low diacritics: καταβλέπω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΕΠΩ
Transliteration A: katablépō Transliteration B: katablepō Transliteration C: katavlepo Beta Code: katable/pw

English (LSJ)

   A look down at, LXXGe.18.16; ἄνωθεν εἰς . . Plu.Arat. 32; view, Id.2.680d.    b metaph., despise, BGU15ii5 (ii A. D.).    2 examine, contemplate, Call.Del.303; τὸ σεαυτοῦ κακόν Plu.2.469b.

German (Pape)

[Seite 1340] von oben herabsehen, ansehen, κατέβλεψεν εἰς τοὺς μαχομένους ἄνωθεν, er sah von oben her auf die Kämpfenden hinab, Plut. Arat. 32, öfter τινά.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλέπω: μέλλ. -βλέψω, βλέπω πρὸς τὰ κάτω πρός τινα, κατέβλαψεν εἰς τοὺς μαχομένους ἄνωθεν Πλουτ. Ἄρατ. 32· θεωρῶ, βλέπω, ὁ αὐτ. 2. 680D. 2) βλέπω μετὰ προσοχῆς τι, ἐξετάζω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 303, Πλούτ. 2. 469Β, κλ.

French (Bailly abrégé)

ao. κατέβλεψα;
regarder d’en haut ; fixer ses yeux sur, examiner.
Étymologie: κατά, βλέπω.

Greek Monolingual

καταβλέπω (Α)
1. βλέπω, προς τα κάτω, ρίχνω το βλέμμα μου προς κάποιον που βρίσκεται κάτω
2. κοιτάζω
3. επιγρ. μτφ. περιφρονώ, απαξιώ
4. βλέπω κάτι με προσοχή, εξετάζω.

Greek Monotonic

καταβλέπω: μέλ. -ψω, κοιτώ προς τα κάτω, στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος κάποιου, σε Πλούτ.