ἔντριψις: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(big3_15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[untura]], [[aplicación]] gener. de cosméticos κεκοσμημένος χρώματος ἐντρίψει X.<i>Cyr</i>.1.3.2, cf. Anat.<i>Exc</i>.3, ἀσβόλου τε ἐντρίψει καὶ πηλοῦ καταχρίσει μολύνασα (τὸ πρόσωπον) Hld.6.11.3.<br /><b class="num">2</b> concr. [[cosmético]], [[afeite]] διαπεποικιλμέναι τὰ πρόσωπα ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Ael.<i>VH</i> 12.1.
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[untura]], [[aplicación]] gener. de cosméticos κεκοσμημένος χρώματος ἐντρίψει X.<i>Cyr</i>.1.3.2, cf. Anat.<i>Exc</i>.3, ἀσβόλου τε ἐντρίψει καὶ πηλοῦ καταχρίσει μολύνασα (τὸ πρόσωπον) Hld.6.11.3.<br /><b class="num">2</b> concr. [[cosmético]], [[afeite]] διαπεποικιλμέναι τὰ πρόσωπα ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Ael.<i>VH</i> 12.1.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔντριψις:''' -εως, ἡ ([[ἐντρίβω]]), [[τρίψιμο]], [[προστριβή]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντριψις Medium diacritics: ἔντριψις Low diacritics: έντριψις Capitals: ΕΝΤΡΙΨΙΣ
Transliteration A: éntripsis Transliteration B: entripsis Transliteration C: entripsis Beta Code: e)/ntriyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A rubbing in, of cosmetics, X.Cyr.1.3.2; ἀσβόλου Hld.6.11.    II cosmetic, Ael.VH12.1.

German (Pape)

[Seite 858] ἡ, das Einreiben, bes. χρώματος, das Schminken, Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. Sp., wie Heliod. 6, 11; die Schminke selbst, Ael. V. H. 12, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντριψις: -εως, ἡ, τὸ ἐντρίβειν ψιμύθιονἄλλο τι εἰς τὸ πρόσωπον, κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2. ΙΙ. ψιμύθιον, ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d’oindre, particul. de farder;
2 p. ext. fard.
Étymologie: ἐντρίβω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 untura, aplicación gener. de cosméticos κεκοσμημένος χρώματος ἐντρίψει X.Cyr.1.3.2, cf. Anat.Exc.3, ἀσβόλου τε ἐντρίψει καὶ πηλοῦ καταχρίσει μολύνασα (τὸ πρόσωπον) Hld.6.11.3.
2 concr. cosmético, afeite διαπεποικιλμέναι τὰ πρόσωπα ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Ael.VH 12.1.

Greek Monotonic

ἔντριψις: -εως, ἡ (ἐντρίβω), τρίψιμο, προστριβή, σε Ξεν.