ἔντριψις: Difference between revisions
(big3_15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[untura]], [[aplicación]] gener. de cosméticos κεκοσμημένος χρώματος ἐντρίψει X.<i>Cyr</i>.1.3.2, cf. Anat.<i>Exc</i>.3, ἀσβόλου τε ἐντρίψει καὶ πηλοῦ καταχρίσει μολύνασα (τὸ πρόσωπον) Hld.6.11.3.<br /><b class="num">2</b> concr. [[cosmético]], [[afeite]] διαπεποικιλμέναι τὰ πρόσωπα ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Ael.<i>VH</i> 12.1. | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[untura]], [[aplicación]] gener. de cosméticos κεκοσμημένος χρώματος ἐντρίψει X.<i>Cyr</i>.1.3.2, cf. Anat.<i>Exc</i>.3, ἀσβόλου τε ἐντρίψει καὶ πηλοῦ καταχρίσει μολύνασα (τὸ πρόσωπον) Hld.6.11.3.<br /><b class="num">2</b> concr. [[cosmético]], [[afeite]] διαπεποικιλμέναι τὰ πρόσωπα ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Ael.<i>VH</i> 12.1. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔντριψις:''' -εως, ἡ ([[ἐντρίβω]]), [[τρίψιμο]], [[προστριβή]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A rubbing in, of cosmetics, X.Cyr.1.3.2; ἀσβόλου Hld.6.11. II cosmetic, Ael.VH12.1.
German (Pape)
[Seite 858] ἡ, das Einreiben, bes. χρώματος, das Schminken, Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. Sp., wie Heliod. 6, 11; die Schminke selbst, Ael. V. H. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντριψις: -εως, ἡ, τὸ ἐντρίβειν ψιμύθιον ἢ ἄλλο τι εἰς τὸ πρόσωπον, κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2. ΙΙ. ψιμύθιον, ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d’oindre, particul. de farder;
2 p. ext. fard.
Étymologie: ἐντρίβω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 untura, aplicación gener. de cosméticos κεκοσμημένος χρώματος ἐντρίψει X.Cyr.1.3.2, cf. Anat.Exc.3, ἀσβόλου τε ἐντρίψει καὶ πηλοῦ καταχρίσει μολύνασα (τὸ πρόσωπον) Hld.6.11.3.
2 concr. cosmético, afeite διαπεποικιλμέναι τὰ πρόσωπα ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Ael.VH 12.1.