θερμοβαφής: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θερμοβαφής]], -ές (Α)<br />αυτός που βάφτηκε [[ζεστός]], που χρωματίστηκε [[ζεστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>βαφής</i>, <i>οινο</i>-<i>βαφής</i>, <i>υγρο</i>-<i>βαφής</i>]. | |mltxt=[[θερμοβαφής]], -ές (Α)<br />αυτός που βάφτηκε [[ζεστός]], που χρωματίστηκε [[ζεστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>βαφής</i>, <i>οινο</i>-<i>βαφής</i>, <i>υγρο</i>-<i>βαφής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θερμοβᾰφής:''' -ές, αυτός που βάφτηκε με [[θερμότητα]], αντίθ. προς το [[ψυχροβαφής]], σε Θεόφρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A dyed hot, opp. ψυχροβαφής, Thphr.Od.22.
German (Pape)
[Seite 1201] ές, warm eingetaucht oder gefärbt, Ggstz ψυχροβαφής, Theophr. de od. 22.
Greek (Liddell-Scott)
θερμοβᾰφής: -ές, ὁ βαφεὶς θερμός, ἀντίθετον τῷ ψυχροβαφὴς, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 22.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
trempé dans l’eau chaude.
Étymologie: θερμός, βάπτω.
Greek Monolingual
θερμοβαφής, -ές (Α)
αυτός που βάφτηκε ζεστός, που χρωματίστηκε ζεστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο-βαφής, οινο-βαφής, υγρο-βαφής].
Greek Monotonic
θερμοβᾰφής: -ές, αυτός που βάφτηκε με θερμότητα, αντίθ. προς το ψυχροβαφής, σε Θεόφρ.