διασκηνάω: Difference between revisions
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[διασκηνέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[διασκηνέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διασκηνάω:''' ή -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> διασκορπίζομαι [[ολόγυρα]] και εγκαθίσταμαι σε σκηνές (<i>σκηναί</i>), [[κατασκηνώνω]], [[καταλύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αποχωρώ]] από τη [[σκηνή]] του συντρόφου, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
διασκηνάω: ἢ -έω, πηγνύω σκηνὰς εἰς διάφορα μέρη καὶ κατασκηνῶ, δ. εἰς ἢ κατὰ τόπον Ξεν. Ἀν. 4. 4, 8, καὶ 5, 29· πρβλ. ἑξ. ΙΙ. ἀπέρχομαι ἐκ τῆς σκηνῆς, καταλείπω τὴν σκηνήν, ἀντίθ. συσκηνῶ, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 38, πρβλ. Ἑλλ. 4. 8, 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. διασκηνέω.
Greek Monotonic
διασκηνάω: ή -έω, μέλ. -ήσω,
I. διασκορπίζομαι ολόγυρα και εγκαθίσταμαι σε σκηνές (σκηναί), κατασκηνώνω, καταλύω, σε Ξεν.
II. αποχωρώ από τη σκηνή του συντρόφου, στον ίδ.