εὐμενία: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐμενία]], ἡ (Α) [[ευμενής]]<br />ποιητ. τ. του [[ευμένεια]]. | |mltxt=[[εὐμενία]], ἡ (Α) [[ευμενής]]<br />ποιητ. τ. του [[ευμένεια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐμενία:''' ἡ, ποιητ. [[τύπος]] του [[εὐμένεια]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A v. εὐμένεια.
German (Pape)
[Seite 1080] ἡ, p. = εὐμένεια, Pind. P. 12, a.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμενία: ἡ, ποιητ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ εὐμένεια, Πινδ. Π. 12. 8.
English (Slater)
εὐμενία
1 good will ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ (P. 12.4)
Greek Monolingual
εὐμενία, ἡ (Α) ευμενής
ποιητ. τ. του ευμένεια.