περιστρωφάομαι: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />parcourir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περιστροφή]].
|btext=-ῶμαι;<br />parcourir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περιστροφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιστρωφάομαι:''' θαμιστικό του <i>περιστρέφομαι</i>, <i>περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια</i>, [[τριγύρω]] σε όλα τα [[μαντεία]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

περιστρωφάομαι: θαμιστ. τοῦ περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, περιερχόμενος πάντα τὰ μαντεῖα, Ἡρόδ. 8. 135· περιστρωφῶντο δ’ ὀπωπαὶ Κόϊντ. Σμ. 12. 404.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
parcourir, acc..
Étymologie: περιστροφή.

Greek Monotonic

περιστρωφάομαι: θαμιστικό του περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, τριγύρω σε όλα τα μαντεία, σε Ηρόδ.