σαβάκτης: Difference between revisions
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(36) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[[σαβάζω]] (ΙΙ)]<br />(για έναν [[κακό]] δαίμονα που συνέτριβε τα σκεύη) [[καταστροφέας]]. | |mltxt=ὁ, Α [[[σαβάζω]] (ΙΙ)]<br />(για έναν [[κακό]] δαίμονα που συνέτριβε τα σκεύη) [[καταστροφέας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σᾰβάκτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει, που ερειπώνει· λέγεται για κάποιο [[δαιμόνιο]] που έσπαγε κεραμικά [[σκεύη]], σε Όμηρ., Επικ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (σαβάζω)
A shatterer, destroyer, of a mischievous goblin who broke pots, Hom.Epigr.14.9: fem. pl. σαβακτίδες· ὀστράκινα ζῴδια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 856] ὁ, der Zertrümmerer; bes. hieß so ein tückischer Dämon, eine Art Hauskobold, dec die Töpfe umstieß und zerbrach, ep. Hom. 14, 9; von σαβάζω.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰβάκτης: -ου, ὁ, (σαβάζω) ὁ συντρίβων, καταστρέφων, ἐπὶ κακοποιοῦ τινος δαιμονίου ὅπερ κατέθραυε σκεύη, Ὁμ. Ἐπ. 14. 9· θηλ. σαβακτίδες. «ὀστράκινα ζῴδια» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α [[[σαβάζω]] (ΙΙ)]
(για έναν κακό δαίμονα που συνέτριβε τα σκεύη) καταστροφέας.
Greek Monotonic
σᾰβάκτης: -ου, ὁ, αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει, που ερειπώνει· λέγεται για κάποιο δαιμόνιο που έσπαγε κεραμικά σκεύη, σε Όμηρ., Επικ. (αμφίβ. προέλ.).