συγκλέπτω: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κλέβω]] από κοινού («τοῡ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν μεθ' [[οὗπερ]] συνέκλεπτον», Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]] («συγκλέπτουσι τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί», Ιπποκρ.). | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κλέβω]] από κοινού («τοῡ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν μεθ' [[οὗπερ]] συνέκλεπτον», Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]] («συγκλέπτουσι τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί», Ιπποκρ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκλέπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[κλέβω]] από κοινού με κάποιον, σε Αντιφών. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A steal along with, μετά τινος Antipho 6.35; τὰς ψήφους S.E.M.2.39. II deceive, elude, σ. τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί Hp.VC12.
German (Pape)
[Seite 968] mit stehlen; μετά τινος, Antiph. 1, 35; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλέπτω: κλέπτω ὁμοῦ, μετά τινος Ἀντιφῶν 145. 27˙ τὰς ψήφους Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 39. ΙΙ. ἐξαπατῶ, ἀπατῶ, αἱ ῥαφαὶ σ. καὶ τὴν ὄψιν καὶ τὴν γνώμην Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903.
French (Bailly abrégé)
1 voler de complicité avec;
2 tromper à la fois.
Étymologie: σύν, κλέπτω.
Greek Monolingual
Α
1. κλέβω από κοινού («τοῡ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν μεθ' οὗπερ συνέκλεπτον», Αντιφ.)
2. εξαπατώ («συγκλέπτουσι τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί», Ιπποκρ.).
Greek Monolingual
Α
1. κλέβω από κοινού («τοῡ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν μεθ' οὗπερ συνέκλεπτον», Αντιφ.)
2. εξαπατώ («συγκλέπτουσι τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
συγκλέπτω: μέλ. -ψω, κλέβω από κοινού με κάποιον, σε Αντιφών.