φυλλεῖον: Difference between revisions
(45) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[φύλλον]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ φυλλεῑα</i><br />α) χορταρικά, μυρωδικά, όπως [[είναι]] ο [[μαϊντανός]] και ο [[δυόσμος]]<br />β) φύλλα μισομαραμένα διαφόρων λαχανικών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ῥαφανίδων φυλλεῑα» — τα φύλλα από το [[ραπάνι]] (<b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=τὸ, Α [[φύλλον]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ φυλλεῑα</i><br />α) χορταρικά, μυρωδικά, όπως [[είναι]] ο [[μαϊντανός]] και ο [[δυόσμος]]<br />β) φύλλα μισομαραμένα διαφόρων λαχανικών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ῥαφανίδων φυλλεῑα» — τα φύλλα από το [[ραπάνι]] (<b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φυλλεῖον:''' τό, [[συνήθως]] σε πληθ., φύλλα λαχάνων, μικρά χόρτα, όπως είναι η [[μέντα]] και ο [[μαϊντανός]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, mostly in pl.,
A green-stuff, small herbs, such as mint and parsley, that were given into the bargain, Ar.Ach.469; φυλλεῖα ῥαφανίδων radish-tops, Id.Pl. 544 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1315] τό, Laubwerk, allerlei Blätter von Küchengewächsen, Grünzeug; bes. die Zugabe von Raute, Coriander, Münze, Petersilie u. ähnlichen würzhaften Kräutern, die man beim Einkauf der Gartengewächse bekam; Hesych.; ῥαφανίδων φυλλεῖα und ἰσχνὰ φυλλεῖα Ar. Plut. 544 Ach. 449, Schol. τὰ ἀπολεπίσματα τῶν λαχάνων.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλεῖον: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., «φυλλεῖα τὰ τῶν λαχάνων, ἃ προστιθέασι τοῖς ὠνουμένοις ἕωλα καὶ φαῦλα» (Ἡσύχ.)· ἐς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός, «οἷον εὐτελῆ καὶ μεμαραμμένα τῶν λαχάνων φύλλα· τοιαῦτα γὰρ οἱ πτωχοὶ ἐσθίουσι…, καλεῖται δὲ φυλλεῖα καὶ τὰ τῆς θριδακίνης φύλλα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 469· ῥαφανίδων φυλλεῖα, τὰ φύλλα αὐτῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 544· πρβλ. φύλλιον.
Greek Monolingual
τὸ, Α φύλλον
συν. στον πληθ. τὰ φυλλεῑα
α) χορταρικά, μυρωδικά, όπως είναι ο μαϊντανός και ο δυόσμος
β) φύλλα μισομαραμένα διαφόρων λαχανικών
2. φρ. «ῥαφανίδων φυλλεῑα» — τα φύλλα από το ραπάνι (Αριστοφ.).
Greek Monotonic
φυλλεῖον: τό, συνήθως σε πληθ., φύλλα λαχάνων, μικρά χόρτα, όπως είναι η μέντα και ο μαϊντανός, σε Αριστοφ.